Είναι σαν μεγαλώνοντας, μεγαλώνοντας πολύ, να μεγαλώνει κι η ανάγκη της γυναίκας για αγκαλιά, γι αυτό και να τυλίγεται σε ένα σάλι. Για να την βρει. Ίσως.

Η γιαγιά μου φορούσε πάντα ένα σκούρο πράσινο και ενώ οι προσωπικές μου μνήμες από εκείνην είναι ελάχιστες, το θυμάμαι το σάλι της. Τριών ετών παιδί όταν την έχασα κι αυτό που κράτησα είναι η φιγούρα της μέσα στο σάλι. Αυτό που κράτησε η νοσοκόμα που την ξεπροβόδισε, ήταν αυτό το πράσινο σάλι. Το ήθελε λέει, για να την θυμάται.

Γίνεται το σάλι κόμματι του σώματος, αφού εφάπτεται σ’ αυτό. Γίνεται το σάλι κομμάτι του εαυτού, αφού συνδέεται με την εικόνα του. Γίνεται το σάλι συνειρμός, αφού πλέκεται με αλληλουχία αναμνήσεων. Κόμπο τον κόμπο – σαν κομποσκοίνι προσευχής. Βελονιά τη βελονιά – σαν τρύπημα γύρω από το σημείο της καρδιάς. Σαν την δαντέλα που κρέμεται στις άκρες της.

Η λατρεμένη μου Έφη φορά ένα μουσταρδί, φτιαγμένο απ’ τα χεράκια της και με σχέδιο δικό της. Η Καλλιόπη ένα γαλάζιο που πηγαίνει με τα μάτια της. Η Φανούλα ένα σχεδόν λευκό. Κι είναι αυτά τα ταπεινά και πανάκριβα συνάμα μάλλινα κομμάτια, που ξεχωρίζουν ανάμεσα σε τόσες άλλες ζακέτες. Κι είναι αυτά τα σημεία αναφοράς μέσα σ’ ένα σαλόνι σπαρμένο με γυναίκες χωμένες σε πουλόβερ απλά, σε μπουφάν με κουμπιά ή σε ζακέτες μηχανής. Κι είναι αυτά που σου θυμίζουν την πολυτιμότητα και την αξία της γιαγιάς. Κάποτε ήταν νέα και εκεί πάνω, στο άνθισμά της, βρήκε χρόνο για να πλέξει αυτό το σάλι. Είχε τη διαίσθηση πως θα το χρειαστεί. Είχε την επίγνωση πως τα νιάτα θα φύγουν κι η ζεστασιά ίσως και να μην είναι κάτι εύκολο ή αυτονόητο, αργότερα. Στην εποχή μας που τρέχει με ρυθμό που δεν προλαβαίνεται, θα προλάβουμε να πλέξουμε ένα σάλι; Αν όχι για το εγγόνι μας, για εμάς;

Ευτυχώς έχω ένα κρεμ από τη θεία μου τη Σόνια που είναι από καιρό συγχωρεμένη και που κάθε φορά που το φορώ νιώθω να με αγκαλιάζει ζεστά, αλλά και να την αγκαλιάζω ταυτόχρονα κι εγώ. Η ανάγκη για αγκαλιά ίσως και να μην σταματά την ώρα που σταματά η ζωή μας…

Φωτογραφία: Μίλτος Κουρμπόγλου

@