Όταν μεγαλώσω θα γίνω Κουρέας και Αστροναύτης.
Όταν μεγαλώσω θα γίνω Παλαιοντολόγος. Και Μπογιατζής.
Εγώ θα γίνω Πυροσβέστης και Γιατρός.
Εγώ θα γίνω Τραγουδίστρια και Αεροσυνοδός.
Εγώ θα γίνω μόνο Αεροσυνοδός.
Εγώ θα γίνω Μπαλαρίνα.
Εγώ θα γίνω Κομμώτρια και Οδοντίατρος.
Όταν μεγαλώσω, εγώ, θα γίνω Ζωγράφος.
Όταν μεγαλώσω, εγώ, θα γίνω Παλιατζής.
Εγώ, όταν μεγαλώσω θα γίνω Πυροσβέστης και Υδραυλικός.
Εγώ θα γίνω Πιλότος σε πολεμικά αεροπλάνα.
Εγώ όταν μεγαλώσω θα γίνω Χτίστης και θα χτίζω με πράσινα και κίτρινα τουβλάκια.

Το πράσινο Lego στάθηκε επάνω στο κίτρινο και επιτέλους ολοκληρώθηκε ο πανύψηλος πολύχρωμος πύργος. Όνειρο παιδιού. Κτίσμα ζωής. Κτίσμα επίφοβο. Αρκεί η απρόσεχτη αγκωνιά ενός άλλου παιδιού και ο Lego πύργος θα καταποντιστεί στο πάτωμα. Αρκεί μια στραβή και το όνειρο στρίβει, παίρνοντας άλλη τροπή. Αρκεί ένα κομμάτι να τοποθετηθεί λάθος και ο πύργος γίνεται θρύψαλα, όπως θρύψαλα γίνεται κι ένα μυαλό, όταν κάτι τοποθετηθεί λάθος. Όταν κάτι, ίσως, κουραστεί…

Μάθημα στατικής. Τί χρειάζεται ένα κτίσμα για να παραμείνει σταθερό και τί χρειάζεται ένα μυαλό για να κρατιέται στη θέση του;

Όταν μεγαλώσω θα γίνω Πολιτικός Μηχανικός.
Εγώ, όταν μεγαλώσω θα γίνω Φυσικός και Αστρονόμος.
Εγώ, όταν μεγαλώσω θα γίνω Αρχιτέκτονας.

Εγώ όταν μεγάλωσα τί έγινα; Τί ήμουν όταν ήμουν μικρός; Τί ήμουν πριν βρεθώ μέσα σε Μονάδα Φροντίδας Ηλικιωμένων; Τραπεζικός ή Aγρότης; Ήμουν Κηπουρός που κλάδευε όλη μέρα τους θάμνους ή Χρηματιστής που δεν προλάβαινε ούτε στη γλάστρα του γραφείου του να ρίξει μια σταλιά νερό. Να ρίξει μια ματιά.

Εγώ όταν θα μεγάλωνα θα γινόμουν σπουδαίος και ίσως και να έγινα, μα πρέπει κάποιο απ’ τα παιδιά μου να έρθει και να μας το πει, γιατί εγώ δεν μπορώ. Είναι λίγες στιγμές που με θυμάμαι κάπου με έδρανα, να λέω, και να λέω, και να λέω, όμως είναι περισσότερες στιγμές που ξεχνώ και ασχολούμαι προσεχτικά με τα Lego τουβλάκια που μου βάζουν στα χέρια, για να συναρμολογώ το μυαλό μου παρέα με έναν πύργο. Σαν τότε που έπαιζα στην αυλή με τούβλα σπασμένα και γκρίζους τσιμεντόλιθους. Παραδίπλα είχα τη μάνα μου ν’ απλώνει. Παραδίπλα της, τη θεία μου να κουτσομπολεύει. Παραδίπλα τους, μια ξαδέρφη μεγαλύτερη που συνεχώς ρωτούσε: Ντίνο, δε μας είπες, τί θα γίνεις όταν μεγαλώσεις;

Δεν τους το είπα ή μήπως τους το είπα τελικά; Από πάντα μου ήθελα να γίνω Δικαστής, γιατί από πάντα μού ήθελα να δίνω δίκιο σε αυτόν που το έχει και φταίξιμο σε αυτόν που έφταιξε. Και είναι η Άνοια που μου φταίει τώρα. Και είναι της Άνοιας το φταίξιμο που δεν μπορώ να θυμηθώ πως κάποτε υπήρξα Δικαστής, στα νιάτα μου, κι αν τότε μου τη φέρνανε μπροστά μου αυτή την Άνοια για να τη δικάσω, θα της επέδιδα τη χειρότερη των ποινών. Ισόβια; Ισόβια, ναι, σαν αυτά που πρόλαβε κι έριξε εκείνη σ’ εμένα.

Φωτογραφία: © Μίλτος Κουρμπόγλου

@