ΕΚΔΗΛΩΣΕΙΣ

Η μέρα έλαμπε εκτυφλωτικά μέσα στην τάξη. Πρόλαβε ο ήλιος κι έπιασε θρανίο πριν από εμάς.
Φώτισε έπειτα κάθε μας χρώμα. Μάτια, ρούχα, δέρμα…
Παιδιά με παράξενα ονόματα με δυσκόλεψαν στις αφιερώσεις. Στην ορθογραφία. Δεν ήμουν και ποτέ ιδιαιτέρως καλή…
Η εκδήλωση είχε επιτυχία. Το κατάλαβα. Όχι από την αγκαλιά όλων των μαθητών, αλλά από την απλή ερώτηση του ενός:
κυρία, πού μπορούμε να βρούμε και τα υπόλοιπα βιβλία σας;

Λίγη ώρα πριν την παρουσίαση πήγα να κρεμάσω στο λαιμό ένα καράβι. Από αυτά που έφτιαχνα με υπομονή όλη τη βδομάδα, για να φορέσουν κι οι καλεσμένοι. Με τρόπο ανακάλυπτα ένα γόρδιο δεσμό από χρώμα, χαρτί, από μικρά καϊκάκια με το όνομα Ευκλείδης.
Αφησα να στολίσουν το τραπέζι μπροστά από το μικρόφωνο, σαν δίχτυ με φρέσκια ψαριά. Δεν γίνεσαι έξυπνος τελικά, απλά αποφασίζωντας να γράψεις για μαθηματικά. Πολλές πετονιές μπερδεμένες σε σακούλα, ήταν επόμενο να καταλήξουν σε κουβάρι…

Στήνεται χαρούμενος χορός στην Αριθμούπολη κι εγώ χορεύω, ανάμεσα σε ανήλικα ποδαράκια που στηρίζονται στις άκρες των δαχτύλων. Η κιθάρα του Ζακ Στεφάνου παίζει μελωδίες, παπουτσάκια χορού κάνουν πιρουέτες, η κυρία Κατερίνα διδάσκει κίνηση, στήσιμο, τοποθέτηση στο χώρο. Κι αν ακόμα και όλα αυτά λησμονηθούν, νομίζω ότι δεν θα ξεχάσω ποτέ το κοριτσάκι που μου είπε «κυρία, έχω τρακ», λίγα λεπτά πριν βγούμε στην σκηνή, πιασμένες χέρι χέρι.

Το βιβλίο τυπώθηκε στο Ηράκλειο και είχα χρέος να πραγματοποιήσω εκεί την πρώτη παρουσίαση. Με κρητικούς, καινούριους φίλους, με Κρητικούς παλαιούς συγγενείς, με πιατέλες που σέρβιραν δικές μου συνταγές, αλλά είχαν ετοιμαστεί από κρητικά χέρια, με κρητικές πρώτες ύλες. Η πρώτη ύλη αυτού του βιβλίου είναι οι αλήθειες που κρύβονται μέσα στις γεύσεις μας. Η γεύση της Κρήτης ήταν πικάντικη.

Στήσαμε μία αριθμούπολη στην αυλή του σχολείου. Κάτω από τον μαγιάτικο ήλιο. Πάρτυ παιδικό, Κυριακάτικο. Ένας γονιός ανέλαβε να με πάει στο σχολείο, ένας γονιός με γύρισε ως το μετρό και στο ενδιάμεσο ήπια πορτοκαλάδα μπλε κι έφαγα σπιτικό παστίτσιο και χειροποίητα τυροπιτάκια από μαμάδες.

H καθημερινότητα μού ρούφηξε τη γεύση της προετοιμασίας. Τρέχοντας πήγα super – market, τρέχοντας έφτιαξα σουβέρ από σελίδες του βιβλίου, τρέχοντας έφτασα στο φουαγέ – λίγα λεπτά πριν αρχίσουμε… Τους βρήκα όλους να χαμογελούν και να σερβίρουν υποβρύχια σε πλαστικά ποτηράκια. Η ομορφιά της συνεργασίας μπροστά στα μάτια μου. Τα κορίτσια από τον Καστανιώτη νοικοκυρεύουν χαρούμενες το χώρο, σαν να το κάνουν για δική τους γιορτή. Καλά έκανα και παρουσίασα το βιβλίο παρέα με τον Ζακ και το Βασίλη, να ξορκιστεί η μοναξιά που περιγράφει.

Κάποια παιδιά φοβόντουσαν το σκάσιμο των μπαλονιών και κάποια το γελούσαν, και κάποια απλώς χαζεύανε γύρω γύρω σε κύκλο – φτιαγμένο από πλάσματα της ίδιας τάξης, του ίδιου σχολείου, της ίδιας ηλικίας, που φορούσαν ίδια ρούχα, με ίδια χρώματα, και την ίδια στιγμή, διαφοροποιούνταν τόσο αυταπόδεικτα μεταξύ τους.

Φοράω ποδιά, παντούφλες, αρπάζω και μια σκούπα για να μοιάσω στην ηρωίδα του βιβλίου που κάνει το νοικοκυριό της εν’ όψει του Πάσχα, και στεκομαι σε μια γωνία να παρακολουθήσω. Ο Luis ανάβει μ’ έναν μικρό φακό την έξαψη κάθε παιδιού και τα βάζει να μαντέψουν: ποιά απ’ όλους εδώ μέσα είναι η συγγραφέας; Δεκάδες πανέξυπνα βλέμματα με παραβλέπουν και μ’ αρέσει.

Οκλαδόν στη μοκέτα με καφέ, αριθμούς, παιδιά, γονείς, τραπεζάκια χαμηλά και μπογιές ξύλινες. Όλα σε συνοχή.
– Τίνα, κοίτα το αυτοκινητάκι μου.
– Μάνο, άσε την Τίνα, εδώ κάνει δουλειά.
Κουκλάκια χνουδωτά, μαρκαδόροι, το Σοφάκι που αγωνίζεται να μαζέψει το Μάνο. Όλα σε συνοχή, εκτός από τα παιδιά.

ΠΟΛΛΕΣ ΕΚΔΗΛΩΣΕΙΣ...

Σ’ ένα έξυπνο σπιτάκι ανάμεσα σε ελιές, θάμνους, ρακέτες, φίλους, κίτρινα μπαλάκια που χοροπηδούν, συγγενείς, συνεργάτες και κόσμο που, έως τότε ούτε που ήξερα, έγινε η πρώτη σε αττικό έδαφος παρουσίαση του βιβλίου «Μαγειρεύοντας μ’ ένα Ψάρι». Μαζί με τη Βάσια. Και διαβάσαμε, και φάγαμε. Αυτό το βιβλίο και διαβάζεται και μαγειρεύεται. Όχι, μονάχα μ’ ένα ψάρι.
Και η βιντεο-πρόσκληση εδώ.

Όνομα βαρύγδουπο και τοίχοι με ιστορία. Στις αυλές θαμμένη παράδοση χρόνων, κάτω από τις μπασκέτες. Στην είσοδο με υποδέχονται καλοντυμένες κυρίες και στους διαδρόμους με συνοδεύουν καλοπροαίρετοι δάσκαλοι. Όλα οργανωμένα όσο σε καμιά μου παρουσίαση. Οι μαθητές έχουν ήδη διαβάσει το βιβλίο, έχουν ήδη γράψει εργασία, έχουν ήδη αναρτήσει σχόλια στο ταμπλό. Την μεγαλύτερη φασαρία και την μεγαλύτερη δυσκολία να ησυχάσω παιδιά, την έζησα εκεί. Στο Λεόντειο. Όσο μεγάλο κι αν είναι ένα όνομα σχολείου, αδυνατεί να ξεπεράσει το μεγαλείου ενός παιδιού.

Η αγαπημένη μου ασχολία για Σάββατο πρωί. Ξεφυλλίζω βιβλία κι ονειρεύομαι τίτλους δικών μου. Βουτάω κουλουράκια στον καφέ και συζητώ με φίλες. Εκεί τις γνώρισα, δεν τις ήξερα από πριν. Έφεραν τα παιδιά στην εκδήλωση αλλά δεν έφυγαν. Έμειναν μαζί τους. Μαζί μας. Δεθήκαμε περπατώντας στα στενά της Αριθμούπολης, κι όταν στο τέλος την αφήσαμε πίσω, παραμείναμε δεμένες. Μία μαμά μου εκμυστηρεύεται προβλήματα στο γάμο. Νιώθω σαν να ‘μαι η διπλανή της από το σχολείο. Με την τέχνη, όντως, πλησιάζονται οι άνθρωποι, σχεδόν παραμυθένια.

Όποιος είναι γονιός, τα ξέρει ήδη. Όποιος δεν είναι, ας τα μάθει εδώ, από μένα. Αδίκως ετοίμαζα αιτήσεις και στατιστικές για το Φεστιβάλ; Αγαπημένο φαγητό για πάνω από το 50% των ερωτηθέντων παιδιών: μακαρόνια με κιμά. 2ο στη σειρά αγαπημένο: το παστίτσιο. Μια από τα ίδια δηλαδή. Ενδιάμεσες επιλογές: πατάτες τηγανιτές, τυροπιτάκια, κεφτεδάκια, λίγα λαδερά, ελάχιστα όσπρια. Το ψάρι δηλώθηκε ως αγαπημένο φαγητό, μονάχα από ένα παιδί. Υποπτεύομαι δάχτυλο γονιού πίσω από το στυλό. Υποπτεύομαι επίσης, πως οι φωνές μας ακούγονταν και στους δίπλα Δήμους. Ξελαρυγγιαστήκαμε μαθαίνοντας να τρώμε σωστά, φτιάχνωντας ένα νοστιμότατο παραμύθι. Ο τίτλος του κληρώθηκε ανάμεσα σε τίτλους που πρότειναν όλα τα παιδιά: δύο φέτες τυρί ταξιδεύουν. Κι όλοι εμείς, μαζί τους.

Γκρίζο παντού, της αγωνίας. Θα γεμίσει η Βιβλιοθήκη ή θα φοβηθεί ο κόσμος τον καιρό; Γεμίζει ασφυκτικά. Τρακτερωτές πατημασιές παιδιών, ντελικάτα βήματα μαμάδων, βρεγμένα μπουφάν κι αδιάβροχα που στάζουν. Γέμισαν λάσπες τα χαλιά. Κι εγώ γεμάτη λάσπες. Η λάσπη λερώνει, πονάει κιόλας; Πονούσα πολύ θυμάμαι. Μονάχα με τα πιτσιρίκια ξεχάστηκα και το παιχνίδι μας. Μονάχα ξαναβλέποντας φωτογραφίες, θυμάμαι ότι γελούσα, μα μέσα μου δάκρυζα. Ακριβώς σαν τον ουρανό του Νέου Βουτζά, εκείνο το απόγευμα.

Τα παιδιά του 4ου Δημοτικού Σχολείου Αγίου Δημητρίου με βοήθησαν να φτιάξω ένα βιβλίο για αβγά. Βρήκανε τίτλο, βρήκανε ήρωες, βρήκανε χρώματα για τα σκίτσα του Νίκου. Βρήκα κι εγώ ευκαιρία και κοίταξα στο παρελθόν. Αν όταν ήμουν στη δική τους ηλικία, κάποιος μου λεγε πως θα ‘ρθει στιγμή που θα χαρώ να ξυπνήσω Σαββατιάτικα για να πάω σχολείο, να μπω στην τάξη, να σηκωθώ στον πίνακα και να λερωθώ με κιμωλία, θα τον έλεγα τρελό. Κι όμως ήρθε.

… είδα την Kidy και τον Φανούρη σε θεατρικό για εφήβους. Γεύτηκα ξανά τα ίδια μου τα Αυγά, την ώρα που λιλιπούτεια δάχτυλα έπαιζαν μελωδίες στο πιάνο. Έπιασα τον εαυτό μου να βουρκώνει ακούγωντας αποσπάσματα των Κοινοχρήστων και να χαμογελά, όταν η Αριθμούπολη μπήκε στην αίθουσα. Μύρισα άνοιξη, παρά τη συννεφιά. Στο studio του Ράδιο 1, πιτσιρίκια μου τραγουδούν Κάλαντα του Λαζάρου για να κλείσουμε την εκπομπή. Σε μια βδομάδα ακριβώς είχαμε Πάσχα.

Σε ένα λόγο μικρό, ένα κουκλόσπιτο γεμάτο χρώμα, χαρά. Παραμυθένιο. Σαν τα ίδια τα σπιτάκια της Αριθμούπολης. Τριγύρω σιωπή. Ανοιξιάτικα βουίσματα εντόμβν και ανεμπόδιστη θέα στη θάλασσα. Ανοίγω την πόρτα και πέφτω πάνω σε χαμόγελα νηπίων, καθισμένα σε κύκλο, οκλαδόν. Γεμάτα αγωνία. Οι δασκάλες τους μου εκμυστηρεύονται πως ειναι η πρώτη φορά που τους επισκέπτεται κάποιος συγγραφέας.

Ένας χοντρός και λαίμαργος βιβλιοφάγος, έφαγε στα όρθια ένα βιβλίο
και στο λιμάνι έφτασε – πριν καλά καλά το χωνέψει – για να προλάβει το πρώτο πλοίο.

Το πλοίο σάλπαρε για Πάρο και Νάξο. Για Κύθνο, Μύκονο και Σαντορίνη.
Μα ώσπου να φτάσει Πάτμο και Σέριφο, βιβλίο αφάγωτο δεν είχε μείνει.

Αυτός που είπαμε, ο βιβλιοφάγος, κατάπιε όλες, μια – μια τις σελίδες
και σ’ έναν που θέλησε κάποια να φάει, τού είπε ξέχνα την και μην την είδες.

Σε κάποιο κάθισμα πλάι στο δικό του, στεκόταν ένας χοντρός ακόμα.
Όμως δεν έτρωγε βιβλία και λέξεις. Μήτε προτάσεις με τελείες ή κόμμα.

Κείνος μασούλαγε τόστ και μπουγάτσες. Ροκάνιζε τσιπς, γαριδάκια, μπισκότα.
Κι ώσπου το πλοίο να πιάσει Αλόννησο, τα πιάτα εξαφάνισε. Και δεύτερα. Και πρώτα.

Κάπου, την ώρα που ήταν χωμένος σε παγωτό σοκολάτα με τριμμένο καρύδι,
βαβούρα πρόσεξε επάνω στο κατάστρωμα.
Κόσμο να σπρώχνεται με σαμάτα και στριμωξίδι.

Το πλοίο βούλιαζε. Έγερνε σαν την Πίζα. Έπρεπε γρήγορα στη θάλασσα να πέσει.
Να κλείσει τη μύτη, να φορέσει σωσίβιο, κι όπως μπορεί να κολυμπήσει, να επιπλεύσει.

Έτσι και έκανε. Βούτηξε μέσα. Βούτηξαν κι οι άλλοι που ήσαν επάνω στο καράβι.
Κι όλοι μαζί περιμέναν με αγωνία, σκάφος Λιμενικό για να τους παραλάβει.

Μέχρι να φτάσει το σκάφος, νυχτωθήκαν.
Οι επιβάτες μούσκεμα ξεβράστηκαν σε ξέρες.
Σκαρφάλωσαν σαν τα κατσίκια σε βράχια, κι εκεί περίμεναν. Για κάμποσες ημέρες.

Ανάμεσά τους κι ο χοντρός βιβλιοφάγος. Ανάμεσά τους και ο άλλος ο χοντρός.
Που ήρθαν τελείως κατα τύχη και ναυάγησαν, στο ίδιο ξερό νησάκι ακριβώς.

Συνέβη κάτι τότε, παράξενο, που η ιστορία το αποθήκευσε με άκρατο δέος.
Για να το μάθουν όλοι απ’ άκρη σ’ άκρη.
Για να το ακούσει ο νέος, ο μεσήλικας κι ο γέρος:

Αυτός που ήτανε απλά χοντρούλης κι είχε λιανίσει πριν, του πλοίου την καντίνα,
χώνεψε γρήγορα, γουργούρισε η κοιλιά του και λείαν συντόμως ξανάνιωσε πείνα.

Μα ο άλλος που λέγαμε ο βιβλιοφάγος, χορτάτος παρέμενε, χωρίς να πεινάει,
κι ούτε στιγμή παραπονέθηκε ή γκρίνιαξε, πως τάχα, χρειάζεται κάτι να φάει.

Βλέπεις, αυτά που εκείνος καταβρόχθιζε, νουβέλες, διηγήματα, δοκίμια, παραμύθια
τον γέμισαν καλύτερα από κάθε άλλη τροφή,
είτε φαντάζονταν ψέματα, είτε περιέγραφαν αλήθεια.

Γιατί είναι αλήθεια – όχι ψέματα, πως ένα απλό, απλούστατο βιβλίο,
έχει γλύκα πολύ περισσότερη κι από ολάκερο ζαχαροπλαστείο.

Γιατί είναι αλήθεια – όχι ψέματα, πως ένα γεμάτο, ζουμερό βιβλίο,
σε χορταίνει και ταξίδι σε στέλνει, σαν αεροπλάνο, τραίνο ή πλοίο.

Και μια που το πλοίο μελετήσαμε, να πούμε,
(απλώς και για την ιστορία)
πως,
μόλις πήδηξαν οι χοντροί μες τη θάλασσα, βρήκε τη χαμένη του ισορροπία.

Δεν βούλιαξε, τη γλίτωσε. Δεν πήγε ως τον πάτο.
Το ταξιδάκι του συνέχισε σε κύμα πάνω, αφράτο.

Ταξίδι.
Σαν αυτό που θα κάνεις κι εσύ. Για το χωριό ή το εξοχικό που θα καλοκαιριάσεις.
Μα και που πουθενά να μην πας, θα φτάσεις παντού, ένα καλό βιβλίο άμα διαβάσεις.

…τους είπα αυτά, κι έφυγα…
Στην Παλλήνη Ιούνιο του 2011

@