Σαν από λεύκωμα παλιό ετέθη το ερώτημα. Γράφτηκε με μαρκαδόρο χοντρό, ανεξίτηλο, να τον δουν όλα τα μάτια. Να μείνει για πάντα γραμμένο στο νου. Αν όχι το ίδιο το ερώτημα, ίσως τα ερωτήματα που αυτό θα καταφέρει να συμπαρασύρει. Τι εστί έρως; Όχι για μένα. Όχι για σένα. Για ανθρώπους της 3ης και της 4ης Ηλικίας, τι εστί;

– Αγάπη
– Αγάπη
– Αγάπη
– Αγάπη

Η Μιμή, η Φανή, η Ηλέκτρα, η Σωτηρία, δίνουν ακαριαία την ίδια, μονολεκτική, στακάτη απάντηση. Δίχως να πολυσκεφτούν. Δίχως να το συμφωνήσουν από πριν. Το συμφωνούν μετά.

– Συνάντηση και αγάπη, φωνάζει η Κική, βροντερά και με σθένος, μη μπορώντας όμως να καλύψει μια απάντηση που ηχεί διστακτικά από την αντίθετη πλευρά του τραπεζιού.
– Τίποτα.

Σκέτο. Απλό. Ένα τίποτα ξερό. Ο έρως, τίποτα; Από στόμα γυναίκας; Για μια γυναίκα με μαλλί ψαρό, με ζάρες στο πρόσωπο και συχνά ανέκφραστο βλέμμα, με τσαλακωμένα χέρια και ποιος ξέρει πόσο τσαλακωμένη ή ατσαλάκωτη καρδιά, ο έρως είναι τίποτα. Για κάποιαν άλλη, όμως;

– Πίστη και αμοιβαία εμπιστοσύνη, ψελλίζει με σιγουριά η Χρυσάνθη.
– Το ωραιότερο αίσθημα που δεν διαρκεί όμως πολύ, δυστυχώς, ψιθυρίζει η Ευαγγελία.
– Από τα πιο ωραία αισθήματα του κόσμου, τα οποία δεν κρατάνε πολύ. Ένα παραμύθι. Το ζεις και ξεχνιέται, εμπλουτίζει με πίκρα η Γιολάντα.

Μια πρώην φιλόλογος δεν ανέχεται το λάθος. Σπεύδει και διορθώνει.

– Συναισθήματα, όχι αισθήματα! Έρως είναι κάτι που το αισθάνεσαι μια φορά.
– Α, μπα, αντικρούει η Λίζα.
– Έστω, μια γερή φορά, συμβιβάζεται, αφήνοντας τη Λίζα να απαγγέλει ένα ποίημα.
– Έρως, έρως, λόγια του αέρος, ούτε τα μπάνια ωφελούν, ούτε η αλλαγή αέρος.
– Δυο ερωτευμένοι άνθρωποι φιλιόνται, επεμβαίνει η Ράνια.
– Νιώθω άσχημα για τον άνθρωπο, άμα δεν έχει αγαπήσει, μονολογεί η Μαίρη.
– Ο έρωτας δεν είν’ ανθός, να τρέμεις τι να πέσει, παρ’ είναι βάλτος κι αγκαθιά κι αλίμονο, θα μπλέξεις, σιγοτραγουδά η Γιαννούλα και μοιάζει να επέστρεψε για λίγο στο χωριό της, νοερά…
– Έρως Ανίκατε Μάχαν, ακούγεται απόλυτη κάποια Μαρία.
– Ο έρως χρόνια δεν κοιτά κι όπου βρεθεί χορεύει, συνεχίζει την ποίηση η Λίζα.
– Ό,τι έχουμε νιώσει όλες, λίγο πολύ. Έρωτα δεν μπορεί να μην έχει αισθανθεί μια γυναίκα, επισημαίνει η Αδαμαντία.
– Άχου, Παναγία μου, δεν μου βάζετε κάτι με λιγότερα λεφτά…, ταράζεται η Όλγα!
– Φούντωση. Παραλογισμός. Παροδική ασθένεια, κάνει χιούμορ σοβαρότατο η Έφη.
– Καλή καρδιά, συμπληρώνει η φιλενάδα της η Αρετή που κάποτε ερωτεύτηκε έναν αξιωματικό, όμως εκείνος σκοτώθηκε, μαζί με την ελπίδα κάποτε να παντρευτούν.
– Τώρα τέτοια ζητάς…, επεμβαίνει και κόβει τον βήχα η Πόπη.
– Μ’ έπιασες στα πράσα, χαμογελά σαν παιδάκι μια άλλη Μαρία κι είναι να απορείς, πως φώτισε το πρόσωπό της ξαφνικά, παρά τη θολούρα της άνοιας που συνήθως το σκοτίζει.
– Ερωτική επαφή ενός ζευγαριού και προτιμάται επικείμενος γάμος, συμβουλεύει κοφτά ο Ντίνος.
– Δεν ξέρεις; Ο έρωτας που αισθάνεται για ένα άτομο ο άνθρωπος, δίνει ορισμό συγκεκριμένο ο Τάκης. Δίνει;
– Δεν ξέρω, λέει ο Νίκος.
– Δεν ξέρω τέτοια πράγματα εγώ, λέει και ο Γιάννης.

Άγνοια των αρσενικών περί έρωτος. Ο έρως όμως, ως λέξη τουλάχιστον, είναι αρσενικός. Ως πράξη;

– Ο έρωτας είναι δέσιμο ψυχής, ακούγεται ο επίλογος από μια φωνή γυναικεία που δείχνει να έχει μεγάλη βαρύτητα και βάρος μεγάλο. Είναι που κάθε απόγευμα κουβεντιάζει μόνη με τον άνθρωπο που χρόνια πριν ερωτεύτηκε, με τον άνθρωπο που χρόνια πριν την ερωτεύτηκε, με τον άνθρωπο που πλέον δεν ορίζει ούτε το σώμα, ούτε το μυαλό του και για να συντηρήσει αυτό που κάποτε ονομαζόταν έρωτας, στηρίζεται μονάχα στο δέσιμο που εξακολουθεί να υπάρχει στην ψυχή.

Φωτογραφία © Κώστας Κουρμπόγλου

 

@