Η απόδραση
Ο κύριος Χρήστος είναι μέρες τώρα που αφότου πάρει πρωινό, παίρνει και τους δρόμους και γυρνοβολά. Πηγαίνει κατά τα δεξιά του γηροκομείου, προς τη μεριά που στρίβει το λεωφορείο, προς την πολυκατοικία με τα δέντρα, προς το σπιτάκι με τους θάμνους, αυτό με το σιντριβάνι στην αυλή και τα πάντοτε ανοιχτά παράθυρα. Παράθυρα που σε αφήνουν να βλέπεις εντός – ταινίες βουβές, εικόνες άηχες, φιλμάκια που τα ντύνεις με δική σου υπόκρουση. Ο κύριος Χρήστος είναι μέρες τώρα που σιγοψιθυρίζει στις βόλτες του παλιές επιτυχίες του Χρηστάκη. Πήγαινε και τον άκουγε παλιά, τότε που τραγουδούσε ξαπλωμένος σε σπασμένα πιάτα κάνοντας τον κόσμο να παραμιλά. Πήγαινε και τον άκουγε παλιά και μακάρι και τώρα να ζούσε, να τραγούδαγε, να πήγαινε να τον ακούσει.
«Τουρνέ και τούρνε, τούρνε νε…» και ναι, το έβαλε πείσμα να κάνει τουρνέ κάθε μέρα σ’ όλη τη γειτονιά. Την καινούργια του τη γειτονιά που έχει μπακάλικο καλό, έχει την τράπεζα επάνω στην πλατεία, έχει τον φημισμένο φούρνο σε απόσταση μικρή που την διανύεις με το πόδι. Κάνει νόστιμη τυρόπιτα, μόνο που αν θέλεις να την προλάβεις, οπωσδήποτε στις 9, άντε το πολύ στις 9μιση θα πρέπει να έχεις πάει.
«Είναι το κρύο, είναι το κρύο τσουχτερό…» και μάλλον καλύτερα να κλείσει και το τελευταίο κουμπί της ζακέτας, διότι αμέλησε να πάρει μαζί το κασκόλ. Βαριέται όμως να γυρίσει. Δεν πειράζει. Κι η αίσθηση καμιά φορά της δυσκολίας, σε βοηθά να θυμάσαι πως είσαι ζωντανός. Καλό είναι που κρυώνει.
«Να χαρείς τα μάτια σου καλέ…» και χαίρεται που βλέπει την κοπέλα με το κόκκινο παλτό, να χτενίζεται στη στάση του λεωφορείου. Ωραία μάτια που έχει! Καφετιά. Σαν και τα δικά του που δε βλέπουν βέβαια τόσο καλά όσο παλιά, αλλά βλέπουν.
«Παίζουν τα μπαγλαμαδάκια…» και κάπως σαν να άκουσε μια φευγαλέα πενιά να του ξύνει τ’ αυτί. Από το αυτοκίνητο που μόλις τον προσπέρασε; Μάλλον. Να τον έπιανε λέει, το φανάρι, να μπορούσε να ακούσει παραπάνω…
«Τη ζωή μας που’ ναι λίγη, γλέντα τη να μη σου φύγει…» και νιώθει πραγματικά το λίγο της ζωής του που λιγόστεψε και την τεράστια, δυσανάλογα μεγάλη ανάγκη του που θέριεψε. Ανάγκη, αν όχι για το γλέντι, τουλάχιστον για την πλήρη ζωή. Για την ελευθερία.
Να μη δίνει λογαριασμό σε κανέναν. Να κανονίζει αυτός της ζωής του το λογαριασμό. Τους λογαριασμούς του. Να μη ρωτά. Να μην παίρνει την άδεια. Να την έχει. Να μην διαπραγματεύεται τις αποφάσεις του. Να μην χρειάζεται να εξηγεί. Αφεντικά τώρα πια δεν έχει. Συναδέλφους δεν έχει. Δουλειές δεν έχει. Ωράριο δεν έχει. Υποχρεώσεις τέλος. Μονάχα τα παιδιά, αλλά και πάλι… γιατί; Τα παιδιά μεγάλωσαν. Τα παιδιά τα μεγάλωσε και πάει πολύς καιρός από τότε που τα πήγαινε στην παιδική χαρά και τα έκανε τσουλήθρα, προσέχοντάς να μη γλιστρήσουν και χτυπήσουν σε πέτρα. Πάει πολύς καιρός από τότε που τα ανέβαζε στην τραμπάλα και τα άφηνε να στέκονται ψηλά, με τα πόδια να κουνιούνται στον αέρα, όσο τα δικά του πόδια ακίνητα και σταθερά πατούσαν δυνατά στη γη. Πάει πολύς καιρός και ενώ έχουν αλλάξει πολλά, η τραμπάλα του μυαλού του διατηρεί μιαν ισορροπημένη ανισορροπία. Τα «θέλω» των παιδιών ελάφρυναν πολύ, ενόσω τα δικά του «θέλω» βάρυναν σημαντικά. Αυτό τον έκανε να τα βροντήξει όλα.
Παράτησε το σπίτι του και την παλιά του γειτονιά κι ήρθε να μείνει στο γηροκομείο, άγνωστος ανάμεσα σε αγνώστους, για να κάνει νέους φίλους και απολύτως ελεύθερες επιλογές. Να αποκτήσει νέες συνήθειες. Από τότε που έχασε τη γυναίκα του, μαζί και δεκάδες ευκαιρίες για πραγματική ευτυχία, αποφάσισε να στύψει κάθε στιγμή που του υπολείπεται, με όση δύναμη τα δάχτυλά του έχουν, ώστε να γεμίσει ο κουβάς της ζωής του με χαρά. Θα αγοράζει εφημερίδα κάθε μέρα και κυρίως κάθε Κυριακή. Λεφτά του είναι, όπως θέλει θα τα διαχειρίζεται. Θα βλέπει έργα στην τηλεόραση, θα πηγαίνει όμως και σινεμά. Θα πηγαίνει και στο θέατρο, σε φαρσοκωμωδίες. Θα αγοράζει cd, γιατί παρόλο που του λένε τα παιδιά να ακούει μουσική σε αυτό το «YouTube», εκείνος δεν το προτιμά. Θα συνεχίζει να ενισχύει τον αγαπημένο του σύλλογο και τώρα που το θυμήθηκε, θα αγοράσει κι εκείνο το ριγέ κουστουμάκι που είδε τις προάλλες στη βιτρίνα και που του είναι περιττό, αλλά το έχει ανάγκη. Θα παίζει το τάβλι του, κάθε απόγευμα. Θα συναντά και τους παλιούς του φίλους, άλλοτε πηγαίνοντας με το τραίνο να τους δει κι άλλοτε κανονίζοντας να έρχονται εκείνοι για επίσκεψη. Θα κάνει ό,τι γουστάρει, ό,τι του καπνίσει.
«Θα ζήσω ελεύθερο πουλί…» μουρμούρισε με λίγο θυμό, απ’ αυτόν που ξεσηκώνει και που κινητοποιεί. Ύστερα βρέθηκε να στρίβει στην άκρια του δρόμου, ακολουθώντας ένα γατί με γκρίζο τρίχωμα και μάτια γαλανά που γύρισε να τον κοιτάξει πονηρά. Δεν ήταν δύσκολο – αντιθέτως. Εύκολη απόφαση και απολύτως λογική. Το επόμενο τραγούδι του Χρηστάκη που θα έλεγε, θα ήτανε «η γάτα».
Φωτογραφία © Κώστας Κουρμπόγλου