Με απορία
- Δημοσιεύθηκε ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ 2009
- ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΕΥΧΟΣ 4
Φθινόπωρο με ρώτησε ή φθινοπώριασε με το που αναρωτήθηκα; Μέρες Σεπτέμβρη, δεν τις λες και καλοκαίρι κι ας είναι, αλλά η αλήθεια είναι αυτό που λες ή αυτό που είναι; Ακόμα κρέμονται οι Κυκλάδες από την τζιν βερμούδα, λίγο ψηλότερα απ’ τις αλήτικες μπότες μου, θα έβρισκα πιο εύστοχο τρόπο να δείξω και πού πηγαίνω και από πού έρχομαι; Σε ένα ντύσιμο, καλοκαίρι και χειμώνας, σε δύο άκρα φυλακισμένο το ενδιάμεσο, όπως κι η άνοιξη, μήνες πριν, αν το καλοσκεφτείς, σε πόσα διαφέρει απ’ το φθινόπωρο; Οι μέρες κι οι νύχτες ίσο διαρκούν, οι βαθμοί τους 25 «φλερτάρουν», οι λιακάδες ίδιο ζεσταίνουν, τ’ αεράκια ίδιο δροσίζουν, ζακετούλα είχα πάνω μου -και τότε και τώρα έχω- για να τη βγάλω τότε, για να τη ρίξω επάνω μου τώρα, στο σκοπό που μας κάνει κάτι να κουβαλήσουμε, έγκειται η όποια διαφορά; Φύλλα εγκαταλείπουν κατά δεκάδες το δέντρο τους, απλώς για να πεθάνουν, πουλιά εγκαταλείπουν κατά δεκάδες το γνώριμο ουρανό τους, απλώς για να ζήσουν, απλά πράγματα μας καθορίζουν τελικά; Κάποιος προορισμός; Κάποιο σύνολο; Η προέλευση; Μήπως η φωτογραφία μιας στιγμής που αιχμαλωτίστηκε;
– Εγώ ανεβαίνω επάνω, οπότε να σου εξηγήσω πώς θα ’ρθεις; Ξέρεις; Σταθμός Βικτώρια, φτάνεις Πατησίων, από την πλευρά της ΑΣΟΕ, περνάς τα ΕΛΤΑ, αριθμός 86, είναι σε όροφο πολυκατοικίας, θα χτυπήσεις κουδούνι, κατάλαβες;
Πάει, έφυγε το τρένο, έφυγες κι εσύ, σταλαγματιά «χρυσή». Πότε έγραψα Σαββίνα Γιαννάτου στο i-pod και δεν το θυμάμαι;
– Καλησπέρα σας, μια φίλη μου νομίζω είναι μέσα και χτενίζεται, να κοιτάξω;
Περιστρεφόμενα καθίσματα, αφροί για δυνατό κράτημα, μάσκες που μαλακώνουν, αντιθέσεις, σπρέι που βρέχουν και σεσουάρ που στεγνώνουν, βούρτσες, χτένες, άλλο το βούρτσισμα κι άλλο το χτένισμα, δεν είναι; Λουτήρες, μπογιές, πέλματα σε κλειστά παπούτσια, πέλματα σε σαγιονάρες, ό,τι κι αν φορέσεις παράταιρος δεν είσαι ή μήπως φαίνεσαι παράταιρος ό,τι κι αν φορέσεις; Πετσέτες, ψαλίδια, τρίχες, διαφημίσεις με κουρέματα μόνο για διαφήμιση, τρίχες, όχι για πραγματική ζωή, χρειάζεται η πραγματική ζωή διαφήμιση;
– Θα πιείτε καφεδάκι; Γαλλικό;
– Θα έπινα, ευχαρίστως, σας βάζω σε μεγάλο κόπο;
– Γάλα; Ζάχαρη;
Γλυκό χαμόγελο πελάτισσας, περασμένης ηλικίας, περασμένης αισθητικής, σπάταλα κομπλιμέντα του πιτσιρικά που σκουπίζει περασμένες ομορφιές απ’ το πάτωμα, σερβίρει, ανοίγει την πόρτα, την κλείνει, αστειεύεται, φιλοσοφεί, κοιτά το ρολόι να φέρει νωρίτερα το σχόλασμά του, κρατά παρέα, είναι παρέα άνδρας γυναίκα σε μια κορμοστασιά, δεν είναι απίθανο πόσα χωρούν στο ίδιο σώμα; Ρουφώ αφύπνιση, πίκρα, ζεστασιά από το ίδιο φλιτζάνι, δεν είναι απίθανο πόσα μπορείς να καταπιείς ταυτόχρονα; Τόσοι καθρέφτες κι όμως, καθρεφτίζονται τα πάντα; Ανασφάλειες χωμένες σε νεογέννητες μπούκλες, ανασφάλειες τυπωμένες σε ιλουστρασιόν περιοδικά, προηγούμενων εβδομάδων, κάποιος διάσημος παντρεύτηκε στον Ορνό της Μυκόνου, ξεχασμένης αίγλης, κάποια διάσημη βόλταρε στη Χώρα της Πάτμου, ενδιαφέροντος που δεν υφίσταται πια, κάποια διάσημη χώρισε μες το καλοκαίρι, θόρυβος και καυσαέριο εισβάλλουν απ’ το ανοιχτό παράθυρο, σαν να μου φάνηκε πως είδα φρεσκοστυμμένη βροχή;
– Χτένισμα ή φορμάρισμα θα κάνετε;
– Να κόψω λίγο ακόμα, να καθαρίσει η ψαλίδα;
– Ενα τηλέφωνο να πάρω, Ντεπάκι;
– Να περάσω ανταύγειες ή θα τα αφήσουμε καστανά;
– Μου βγάζετε τα τσιγάρα από την τσάντα παρακαλώ; Δεν έχουν στεγνώσει τα νύχια μου, σας είναι εύκολο;
– Μαράκι ακούς; Η μαμά σου μόλις πήρε, Ντέπυ, μου είπε… επειδή η κόρη μου είναι ντροπαλή και δεν ζητά, δεν της δίνεις ένα νάιλον να ρίξει επάνω της, γιατί πιάνει βροχή και θα της χαλάσει το μαλλί; Τόση ώρα το φτιάχνει, κρίμα δεν είναι;
Ασάλευτη η κόρη, συνηθισμένη να ’ναι ή αρκετά μεγάλη; Καμιά σαρανταριά ετών, ποτέ δεν υπολογίζω σωστά ηλικίες και τα δικά μου τριάντα δύο, πώς γέρασαν ξαφνικά, προς στιγμήν;
– Και εκατό χρόνων να φτάσεις κι η μάνα σου εκατόν είκοσι, την ώρα που την κηδεύεις μένεις ορφανός, καλά δεν λέω;
– Σε εγκαταλείπει ο μόνος άνθρωπος για τον οποίο είσαι η πρώτη σκέψη, πλάκα κάνεις;
– Απ’ όταν πέθανε δεν με ρώτησε ποτέ κανείς, με τέτοιον τρόπο, αν είμαι καλά, εσένα;
Ψάχνω το κινητό στο τσεπάκι της τσάντας, γαμώ το σήμα που δεν έχει, πρέπει να βγω στο μπαλκόνι τώρα;
– Ελα μαμά, μ’ ακούς; Ολα καλά, εδώ, με το Κατερινάκι, στο κομμωτήριο, φτιάχνει μαλλί και χαζογελάμε, εσύ; Οχι, έτσι πήρα, πρέπει να υπάρχει λόγος, ρε μαμά;.. Σκέφτομαι να ’ρθω κι εγώ για περμανάντ το άλλο Σάββατο, τι λες;
Μη με αγριέψει το σγουρό, μη φθαρεί η τρίχα μου, βλακείες, όλα τα ξέρει αυτή η γυναίκα; Τι μου πάει, τι με κολακεύει, τι μου αρέσει, πριν καλά καλά το μάθω εγώ; Με τσαντίζει, τι έπαθε κι αυτός ο καιρός και… κλαίει έτσι; Είμαι δυνατή, εγώ, στέκομαι μόνη απ’ όταν έμαθα να στέκομαι, μα ποια θα είναι η στάση μου όταν θα παίρνω στο πατρικό μου και δεν θα είναι εκεί να μου απαντά; Κτίρια της παλιάς Αθήνας δακρύζουν σε χρώμα γκρι, χρώμα φθινοπώρου, όλα μελαγχολικά πρέπει να βάφονται τούτη την εποχή; Και τα φρούτα ακόμα; Σταφύλια μοσχάτα, αυτά με το κουκούτσι, σύκα, όλα με πένθιμη γλύκα, τυχαίο λες το μοβ επάνω τους; Υφίσταται το τυχαίο; Φοβιτσιάρης καιρός, στον ήλιο φοβάσαι μη σε θυμηθεί η βροχή, στη βροχή φοβάσαι πόσο θα διαρκέσει, η ελπίδα κρυμμένη σε νωπά χαλίκια θερινού σινεμά που κλείνει ραντεβού για Ιούνιο, ο Θεός ραντίζει με κουφόβραση την πόλη, δεν είναι σίγουρο ότι θα πραγματοποιηθεί η συναυλία στο Καλλιμάρμαρο, τώρα το είπαν στο ραδιόφωνο, μα είναι και τίποτα σίγουρο ποτέ; Μόνο ότι εκείνη θα μου τηλεφωνεί όσο ζει, κάθε βράδυ, κάθε πρωί, να μαθαίνει πώς κοιμήθηκα, πώς ξύπνησα, να χαρίζει συμβουλές, να κατεβάσω φούτερ, φθινοπώριασε, να μαγειρέψω φιλέτο, όχι συνεχώς ζυμαρικά, να φάω και πρωτεΐνη που κουράζομαι, να ’χω μαζί μου ομπρέλα γιατί ο καιρός είναι άστατος, ε; Αυτό τουλάχιστον απολύτως σίγουρο, σαν τον χειμώνα που διαλαλεί τον ερχομό του, πάνω σε τζαμαρίες που χαρίζουν όσο όσο βήματα καλοκαιριού, που δεν κατάφεραν να πουληθούν, που δεν έχουν φέτος να σε περπατήσουν πουθενά, που αν τα αγοράσεις από σήμερα, θα σε προετοιμάσουν έγκαιρα για το επόμενο καλοκαίρι, δύο ζευγάρια πέδιλα 20 ευρώ, ευκαιρία δεν είναι; Μ’ ακούει κανείς ή τζάμπα ρωτάω;