Χρήστος Γείτονας
- THE MAGAZINE CGS ALUMNI ΤΕΥΧΟΣ 2
- Συνέντευξη του Χρήστου Γείτονα στην Κωνσταντίνα Τασσοπούλου
Ήθελε να γίνει γιατρός. Έγινε δάσκαλος. Ευτυχώς…
Άκουγα τη μαμά να λέει, γονιός δεν είναι αυτός που γεννά, μα αυτός που διδάσκει τα πρέποντα. Άκουγα το μπαμπά να σχολιάζει, δάσκαλος δεν είναι αυτός που ξέρει πολλά, μα αυτός που θα καταφέρει εσένα να μάθεις, έστω και λίγα. Και των δυο τους οι κουβέντες ζωγραφίζουν στο μυαλό μου μία φιγούρα, με μαλλιά στο χρώμα της αθωότητας, μάτια στο χρώμα του μελιού για να κοιτούν γλυκά, πολύ πίσω από ότι βλέπουν και χέρια ζεστά για να καλωσορίζουν τα πελαγομένα πρωτάκια, δημιουργικά για να χτίσουν μία τεράστια επιχείρηση και δυνατά ώστε να την στηρίζουν ακόμα, και να υπογράφουν με κύρος, ένα όνομα που εμπνέει σεβασμό:
«Βασιλέσι, οικισμός στην Πρασιά, στα Άγραφα. Εκεί διορίστηκα για πρώτη φόρα δάσκαλος. Παρασκευή, 10 Οκτωβρίου 1964, ξεκίνησα να πάω. Οι συνθήκες αντίξοες, η μετακίνηση δύσκολη, σκεφτόμουν να γυρίσω πίσω γιατί δεν είχα τρόπο να φτάσω. Με τη βοήθεια ενός σταθμάρχη, που με παρακάλεσε να μην τα παρατήσω, γιατί το σχολείο με τα 19 παιδιά με χρειάζεται, ταξίδεψα με μουλάρια, κι έφτασα».
Ο κύριος Γείτονας μπορεί και θυμάται ακριβείς ημερομηνίες, πλήρη ονόματα, φυσιογνωμίες παλιών μαθητών. Δεν πηγάζει αυτό, μονάχα από την οξύτατη μνήμη του, αλλά και από την σημασία που δίνει σε κάθε λεπτομέρεια.
«Γιατί αυτή ακριβώς, παιδί μου, η λεπτομέρεια, είναι που χαρίζει την μοναδικότητα στην κάθε ιστορία, στον κάθε άνθρωπο». Ο κύριος Γείτονας μας προσφωνεί παιδιά του. Μας νιώθει παιδιά του. Αυτό φαίνεται κι από τον τρόπο που στολίζει τον προσωπικό του χώρο. Όχι μόνο με οικογενειακές φωτογραφίες, αλλά και ζωγραφιές μαθητών, αφιερώσεις. Νιώθει κι αυτούς μάλλον, δική του οικογένεια.
«Δεν ήθελα εξ αρχής να γίνω δάσκαλος, αλλά γιατρός. Διάβασα εκστασιασμένος στη Β’ γυμνασίου το βιβλίο του Αλβέρτου Σβάιτσερ και δήλωσα στον πατέρα μου ότι θέλω να σπουδάσω ιατρική. Δυστυχώς, δεν μπορούσε να μου καλύψει το ύψος των εξόδων. Η μόνη οδός για μένα ήταν αυτή της στρατιωτικής ιατρικής, την οποία όμως δεν κατάφερα να ακολουθήσω διότι μου έλειπε το απαραίτητο για την εποχή, πιστοποιητικό φρονημάτων». Ο κύριος Γείτονας, μιλά με πίκρα για τον άδικο αποκλεισμό απ’ αυτό που αγαπούσε και για κομματικούς στιγματισμούς. Ο ίδιος αρνείται να βγάλει συμπεράσματα βιαστικά. Ουδέποτε βασίζεται σε όσα φαίνονται, ακούγονται, φημολογούνται. Παρατηρεί υπομονετικά για να καταλάβει σε βάθος και ποτέ δεν κατακρίνει.
«Ελεγε η μητέρα μου, που ήταν αγράμματη κι ήξερε μόνο το όνομά της να γράψει: τρία πράγματα μην κάνεις ποτέ, μην πεις ψέμα, μην κλέψεις, μην συκοφαντήσεις». Ο κύριος Γείτονας, μπορεί μικρός να έφαγε αχλάδια και σύκα από δέντρο που δεν του ανήκε, μα δεν παραβίασε ποτέ τον τρίτο κανόνα της μάνας, τον οποίο σαν κειμήλιο ακριβό, μεταβίβασε στην φυσική του συνέχεια, τα δυο του παιδιά.
«Ζωή και Χρήστος έμαθαν να μην ασχολούνται με τι κάνει ο δίπλα, αλλά τι κάνουν οι ίδιοι για να γίνονται καλύτεροι. Όταν ο Χρήστος φοιτούσε στο εξωτερικό, ποτέ δεν μπλέχτηκε σε κουτσομπολιά, με αποτέλεσμα, η σταθερή αποχή του από σχόλια, να συσπειρώσει όλους τους φοιτητές στο κολλέγιο, αντί να τους διασπάσει. Με πλησίαζαν στις γιορτές γονείς εντυπωσιασμένοι, πώς έγινε και δημιουργήθηκε μία παρέα στην οποία χωρούσαν όλοι…» Ο κύριος Γείτονας, διδάσκει, όχι μόνο εμάς μα και τους γονείς μας.
«Η δυσκολότερη αποστολή, το πιο δύσκολο project, είναι αυτό του γονιού, κι όμως, το μόνο για το οποίο δεν εκπαιδευόμαστε. Βασιζόμαστε στο ένστικτο, αλλά δεν είναι αρκετό». Ο κύριος Γείτονας μου εξηγεί πως, αλλιώς φέρεσαι σε ένα παιδί συναισθηματικό, αλλιώς σε κάποιο με αντικειμενικό τρόπο σκέψης. Αν δεν γνωρίζεις την διαφορά, θα επιμένεις με λάθος τρόπο και το παιδί θα αντιδρά. Μόνο αν σκύψεις πάνω του με σωστό τρόπο κι αγάπη, μπορείς να πετύχεις.
«Θυμάμαι στο Βασιλέσι, μία μαθήτρια που λεγόταν Βασιλική. Παιδί νόθο, μούλικο, που λένε στα μέρη της. Ξέρεις, επειδή τα μουλάρια δε γεννούν». Ο κύριος Γείτονας, πάντα έχει κάτι να με διδάξει, που δεν ήξερα. Σαν να ξανακάθομαι στο θρανίο, για λίγες ώρες, παρόλο που πίνουμε τον καφέ μας στο γραφείο του, σαν δύο φίλοι από άλλες γενιές.
«Κάνω ερώτηση στα παιδιά, το όνομά του πατέρα τους. Η Βασιλική πήγαινε κάτι να πει…ο πατέρας μου…ο πατέρας μου… τίποτα. Έτσι γινόταν τότε, μόνο για τους πατεράδες ρωτούσαμε». Ο κύριος Γείτονας μου εξηγεί πως οι γυναίκες ονομάζονταν από τους άνδρες τους, Σωτήραινα, Γιώργαινα, Κώσταινα…το ήξερα, μα έχει έναν τρόπο, να σε κάνει να ενδιαφερθείς για κάτι που ήδη γνωρίζεις, μόνο και μόνο για να το ακούσεις από το στόμα του. Δάσκαλοι και παραμυθάδες, οφείλουν να το έχουν αυτό.
«Λέω μέσα μου, εδώ κάτι γίνεται. Ψάχνω. Η μάνα της Βασιλικής έμεινε έγκυος, ο φυσικός της πατέρας έφυγε, η Βασιλική γεννήθηκε». Ο κύριος Γείτονας ενδιαφέρεται πάντα σε βάθος. Ρωτά.
«Μαθαίνω πως το χωριό, προκειμένου να μην προσβληθούν τα ήθη του, δίνει τη μάνα σε κάποιον, με πρόβλημα διανοητικό». Ο κύριος Γείτονας είναι παραμυθάς. Kρέμομαι από το στόμα του. «Ξέρεις…Έχω κάνει μία έρευνα, έχω γράψει για αυτό. Τα νόθα παιδιά λένε οι στατιστικές, είναι εξυπνότερα, γιατί οι γονείς τους την ώρα της σύλληψης, βρίσκονται σε απόλυτη επήρεια πάθους, δίχως να μπορούν να κρατηθούν». Ο κύριος Γείτονας μου επιβεβαιώνει την θεωρία, μέσα απ’ το παράδειγμα. «΄Οταν μπήκα στο σπίτι της Βασιλικής,αντίκρισα βρωμιά. Στάβλος. Τρώγλη κανονική. Δεν μπορούσε όχι να διαβάσει, ούτε να σταθεί. Ανέλαβα να την συναντώ στο δρόμο για το σχολείο, μισή ώρα πριν το μάθημα, να την χτενίζω, να την περιποιούμαι, να την ετοιμάζω. Στάθηκα πάνω της να δουλέψουμε τα κενά. Η Βασιλική έγινε από τις καλύτερες μαθήτριες. Χρόνια μετά, την είδα τυχαία να σέρνει ένα καρότσι, με το δικό της παιδί. Είχε οικογένεια. Ήταν ευτυχισμένη». Ο κύριος Γείτονας περιγράφει το ευχαριστώ της Βασιλικής. Ορθά επέλεξε η ζωή να μην τον κάνει γιατρό, για να μπορεί τελικά, πραγματικά να γιατρεύει.
«Προσποιούμουν συχνά τον άρρωστο, ότι δεν είχα προετοιμάσει την ύλη. Ζητούσα από τα παιδιά να κάνουν αυτά την παράδοση, αντί για μένα. Στεκόμουν και τα κοίταζα. Το πιο αποδοτικό μάθημα για εκείνα γιατί, είχαν ενεργή συμμετοχή, το καλύτερο για μένα, γιατί διδασκόμουν μέσα από την παρατήρηση». Ο κύριος Γείτονας θυμάται πως αγάπησε τελικά το ρόλο του δασκάλου, όταν τα παιδιά ανταποκρίθηκαν με χειροκροτήματα στον τρόπο που τους δίδαξε τις τέσσερις πράξεις. Και όλα αυτά κατά τη διάρκεια της πρακτικής του άσκησης. Ήταν ακόμα πρωτοετής φοιτητής. «Ρωτούσαν οι άλλοι, τι έκανες, τι τους είπες; Εκεί με αγάπησα ως δάσκαλο, εκεί συνειδητοποίησα ότι μπορώ να το κάνω, καλά». Ο κύριος Γείτονας δε βαριέται να μιλά για την πορεία του. Με ξεναγεί από την αρχή.
«Σε συνεργασία με την κυρία Κωστέα που είχε άδεια για σχολείο, ανοίξαμε Νηπιαγωγείο και Πρώτη Δημοτικού. Στην Φιλοθέη. Σύνολο 150 παιδιά». Ο κύριος Γείτονας θυμάται τα παιδιά να αυξάνονται σε 330 και το μικρό σχολείο να μετακομίζει σε μία βίλα στο Μαρούσι, τα παιδιά να γίνονται 880, 1500 και το σχολείο τελικώς να βρίσκει χώρο ιδανικό στην Παλλήνη, κοντά στη φύση.
«Τις φωτιές προσπαθούσαμε μόνοι μας να τις σβήσουμε τον Αύγουστο. Δεν είχαμε βοήθεια από πουθενά». Ο κύριος Γείτονας στενοχωριέται για τα δέντρα που χάθηκαν. Μπορεί να γλίτωσε το σχολείο, μα είναι και τα δέντρα μέρος του.
«Υγιής νους σε σώμα υγιές, δεν λέγανε οι αρχαίοι; Οι εγκαταστάσεις, η τοποθεσία, το φαγητό, η πισίνα, είναι κομμάτια μας. Δεν αρκεί μόνο η εκμάθηση». Ο κύριος Γείτονας δέχτηκε τεράστιο πόλεμο για την πισίνα, που πρώτη φορά εμφανιζόταν σε ελληνικό σχολείο.
«Φτάσαμε στα δικαστήρια από ανταγωνιστές, παρόλο που είχαμε περάσει υγειονομικό έλεγχο». Ο κύριος Γείτονας μηνύθηκε και για το ολοήμερο πρόγραμμα, που επίσης εφαρμόστηκε για πρώτη φορά στα δικά του Εκπαιδευτήρια και σήμερα έχει φτάσει να λειτουργεί παντού.
«Χρόνια παιδευόμασταν αλλά τελικώς βγήκαμε νικητές, Δόξα τω Θεώ». Ο κύριος Γείτονας πιστεύει βαθιά. Όχι επιφανειακά. Δεν το καταλαβαίνω από τις δύο σπάνιες Αγιογραφίες που δεσπόζουν στο γραφείο του. Αυτές έχουν άλλο λόγο ύπαρξης εκεί.
«Ψυχής δώρα. Αυτή, δείχνει την Αγία Πολύτεκνη Οικογένεια, δώρο κάποιων γονιών. Η άλλη, επίσης χάρισμα, από μία μητέρα Αγιογράφο. Παντρεμένη με δημοσιογράφο, έχουν γράψει και τα τέσσερα παιδιά τους σε εμάς. Πεθαίνει ξαφνικά ο πατέρας, τα δύο παιδιά αποφοιτούν, μα η μητέρα με ενημερώνει ότι θα σταματήσει τα άλλα δύο. Ρωτώ. Είναι επειδή δεν επιθυμούν να συνεχίσουν ή κάτι άλλο; Δεν μπορεί να αντέξει το οικονομικό βάρος. Δεν εργάζεται». Ο κύριος Γείτονας αποφασίζει. Τα παιδιά στερήθηκαν τον πατέρα τους, δεν θα στερηθούν και το σχολειό τους. Αποφοίτησαν από τις δικές του τάξεις. Δωρεάν. Κοιτάζω προσεχτικά την εικόνα. Ένας Χριστός, πολλά παιδιά τριγύρω, λίγες βυζαντινές λέξεις. Κολλούν απόλυτα και στους δύο δασκάλους… «Αφήστε τα παιδιά να έρθουν κοντά μου»…
«Ωρα έχεις; Προλαβαίνω μια ιστορία ακόμα; Με ενημερώνουν μια φορά, πως με ζητούν έξω. Ραντεβού δεν είχα. Βγαίνω στη ρεσεψιόν με απορία. Μία κυρία, μου δίνει το χέρι, Μαρία τάδε, παλιά σας μαθήτρια… Πέρασα να σας πω ένα μεγάλο ευχαριστώ… Τη θυμήθηκα. Τι ευχαριστώ Μαρία μου; Δεν έχω κάνει κάτι. Είμαι Δικαστικός κι αποφάσισα ότι, αυτό θέλω να γίνω στη ζωή μου, όταν στην Πέμπτη Δημοτικού, μας δώσατε να διαβάσουμε τους Αθλίους του Βίκτωρος Ουγκώ… Ο κύριος Γείτονας με βλέπει που συγκινούμαι. Δικά του βιώματα, αναδεύουν δικές μου αναμνήσεις. Χρόνια πριν, κράτησα στα χέρια μου το πρώτο μου βιβλίο. Αμέσως μόλις χόρτασα να το κοιτώ, κανόνισα να φύγει με κούριερ ένα, που έγραφε στο εσωτερικό του πως…«δεν θα μπορούσα να μην χαρίσω απ’ τα πρώτα αντίτυπα, στον άνθρωπο, που επάνω στα δικά του θρανία, έμαθα να γράφω»…
…υπόψη κου Χρήστου Γείτονα…