Εντυπώσεις από τη Μεξικάνικη Γιορτή των Νεκρών. Τη Dia de los Muertos.
- Δημοσίευση theartfoundation.metamatic.gr
Ο προσανατολισμός μου είναι πεισματικά γαλανόλευκος. Σύννεφα που περιπλανώνται στον ουρανό και κύματα που χορεύουν στη θάλασσα. Οτιδήποτε εμφανιστεί ενδιάμεσα το ακρίζω, σχεδόν ως ανάξιο κοιτάγματος. Τόσην ώρα όμως που γράφω, πιάνω το βλέμμα μου να τραβιέται με δύναμη από τις κλωστές του χειροποίητου, μεξικάνικου, ολοκαίνουργιου βραχιολιού που αγόρασα στο Φεστιβάλ για την Ημέρα των Νεκρών στην Αθήνα που μόλις τέλειωσε.
Είναι πλεγμένο με μοβ βαθύ και εκτυφλωτικό πορτοκαλί. Κίτρινο, βγαλμένο από τον πυρήνα του ήλιου. Φούξια. Πράσινο του κίτρου και άλλο πράσινο. Κόκκινο έντονο. Τα μεξικάνικα χρώματα είναι παιδικά. Βγαίνουν από σωληνάρια τέμπερας, χωρίς κανείς να τα αραιώσει. Βγαίνουν από την ψυχή τους και πιτσιλούν. Βάφουν τα δέρματα, τα σπίτια, τις κουβέρτες, τα φορέματα. Τη ζωή και τον θάνατο.
Μια φορά τον χρόνο, τις δυο πρώτες ημέρες του Νοέμβρη, οι νεκροί επιστρέφουν μαζί με τις επιθυμίες που είχαν όσο τελούσαν εν ζωή. Τρώνε ψωμάκια πασπαλισμένα με ζάχαρη, τορτίγιες και το αγαπημένο τους φαγητό, όποιο ήταν. Πίνουν τεκίλα. Κλείνουν ανοιχτές υποθέσεις, λένε το σ’ αγαπώ που δεν πρόλαβαν και τη χρωστούμενη συγγνώμη. Γλεντούν, παίζουν κιθάρα, μαράκες ή ταμπούρλο, τραγουδούν, ξεσαλώνουν ως το πρωί και ύστερα επιστρέφουν. Οι ίδιοι οι Μεξικάνοι λένε πως γιορτάζουν τον θάνατο, μα αυτόν γιορτάζουν ή τη ζωή που δεν τέλειωσε; Τι σόι θάνατος ορίζει τακτικό ραντεβού ζωντανών και νεκρών μία φορά τον χρόνο;
Ο κόσμος βάφεται την ολόλευκη μακαριότητα των νεκρών για να τους μοιάσει. Να ξορκίσει την απουσία τους. Οι δρόμοι γεμίζουν με σκελετούς από πεπιεσμένο χαρτί ντυμένοι με τα ρούχα που κάποτε εφάρμοζαν σε σώματα που πλέον δεν υπάρχουν. Οι βιτρίνες στολίζονται με ζαχαρένιες και σοκολατένιες νεκροκεφαλές. Οι πόλεις μοιάζουν με χωριά cartoon και όλοι τιμούν, αστειεύονται και παιχνιδίζουν με την ηρωίδα Muerte. Τον Χάρο δηλαδή που είναι γυναίκα, αφού, όπως λένε οι Μεξικάνοι «γυναίκα μας γεννά, γυναίκα μας παίρνει…». Οι κυρίες προσπαθούν να της μοιάσουν και ντύνονται ακριβώς σαν εκείνη, με τούλια, καπελαδούρες, λουλούδια και επίσημα γάντια, σαν τη μορφή που της έδωσε κάποτε ο εραστής της, ένας ζωγράφος με το όνομα Jose Guadalupe Posada.
Τα παιδιά που βρίσκονται ακόμα στο ξεκίνημα, μοιάζουν εξοικειωμένα με το τέλος. Χοροπηδούν στις παρελάσεις, παίζουν, γελούν, εκτοξεύουν στον ουρανό τις νεκροκεφαλές και ύστερα τις πιάνουν. Δεν πιάνεται έτσι το νόημα, σίγουρα. Μοιάζουν εξοικειωμένα, δεν είναι. Κανείς δεν είναι. Πώς θα μπορούσε; Κανείς δεν ξέρει τι ακολουθεί μετά, πόσο είναι το σκοτάδι και πόσο το φως, πόση μοναξιά θα περισσεύει ή πόση συντροφιά θα απουσιάζει. Κανείς μας δεν ξέρει.
Πέρασα ένα ολόκληρο Σαββατοκύριακο γλεντώντας με αφορμή τον θάνατο. Όχι εξαιτίας του. Είπα μέσα μου, «μωρέ και να ερχόταν ο θείος ο Βαγγέλης! Να τηγανίσουμε συκωταριά, να πιούμε κρασί, να φάμε αυγό τηγανιτό με τριμμένη μυζήθρα, να γελάσουμε». Δεν ήρθε όμως. Πουθενά δεν τον είδα ανάμεσα σε τόσους σκελετούς με σομπρέρο, ανάμεσα σε τόσα μπουκάλια αλκοόλ που αγαπούσε και που ήταν τοποθετημένα προσεχτικά στον Βωμό των Νεκρών, για το ξεδίψασμα. Πουθενά δεν τον είδα, ίσως επειδή όσο ζούσε δεν ήταν Μεξικάνος.
Τον ένιωσα όμως. Θυμήθηκα ότι με βλέπει. Ότι με προσέχει. Ότι χαίρεται από ψηλά τη χαρά μου, το χρωμάτισμά μου με μπογιές από τα βάθη του χρόνου, από μακρινούς πολιτισμούς, από μιαν άλλη ήπειρο. Η βεβαιότητα ότι με προστατεύει είναι η δική μου καθημερινή fiesta de muertos.
Ξεστολίσαμε τον χώρο παρέα με τη μεξικάνική μου οικογένεια. Από το ταβάνι γκρεμίστηκαν δεκάδες τρυπημένα χαρτιά με περίτεχνα σχέδια και οι ψυχές θρόισαν διακριτικά πριν μπουν στο ασανσέρ και μας αποχαιρετίσουν. Ο βωμός άδειασε από τα φαγητά, τα κεραμικά πιάτα, τα χλιαρά καρβουνάκια, τα κεριά, τις κιτς εικόνες του Χριστού, τις γιρλάντες με τα ψεύτικα πορτοκαλί άνθη, τους σταυρούς, τα βιβλία, τα παιχνίδια, τις μινιατούρες, τα χρυσάνθεμα, τις κατιφές. Μία κυρία με συμβούλεψε να τις πάρω μαζί μου. Είναι σπάνιες. Τάβλες άχαρες και μία τεράστια κατάμαυρη κουρτίνα που είχε χρησιμοποιηθεί ως βάση, με βεβαίωναν για την απάτη της γιορτής και για το δίκιο που είχα. Ομως παραδίπλα οι ανοιχτές ακόμα κούτες με τα φυλαγμένα στολίδια, μου ξαναθύμισαν την καθορισμένη συνάντηση. Σε έναν χρόνο.
Σκούπισα τις σερπαντίνες και τα φρουί γλασέ που είχε πριν λίγο χύσει η θανάσιμα τραυματισμένη πινιάτα και σκέφτηκα πως, όσο γαλανόλευκος και αν παραμένει ο προσανατολισμός μου, πεισματικά, σαν κυκλαδίτικο ασβεστωμένο σπιτάκι με μπλε παράθυρα, χρειάζεται στο παραθύρι του ένα κατακόκκινο ή και φούξια γεράνι.