Το ξεχωριστό πιάτο της Κωνσταντίνας Τασσοπούλου
- Κώστας Στοφόρος
- Εφημερίδα Ο ΔΡΟΜΟΣ ΤΗΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑΣ
«Το πιάτο» της Κωνσταντίνας Τασσοπούλου που κυκλοφορεί με εικονογράφηση της Εμμανουέλας Κακαβιά από τις εκδόσεις Υδροπλάνο, είναι από πρώτη άποψη ένα βιβλίο που απευθύνεται σε παιδιά. Όμως αν βρεθεί στα χέρια σας –και σας το προτείνω ανεπιφύλακτα– θα καταλάβετε πως είναι κάτι πολύ περισσότερο από αυτό.
Με έμπνευση και φαντασία, με ιστορική έρευνα η συγγραφέας καταφέρνει μέσα από τα μάτια του μικρού της ήρωα, του Γιώργου, να μας μεταφέρει όλη την εποποιία των Ελλήνων μεταναστών στις Ηνωμένες Πολιτείες. Ξέρουμε –ή έχουμε ακούσει– πως μια από τις πιο συνηθισμένες δουλειές ήταν αυτή του λαντζέρη. Δεν ξέρω πόσα εκατομμύρια πιάτα μπορεί να έπλυναν τα ταλαιπωρημένα χέρια των ανθρώπων…
Δεν υπάρχουν ωραιοποιήσεις στο βιβλίο αυτό. Νιώθουμε πως ακούμε μακρινές φωνές από ανθρώπους με σάρκα και οστά που αναζήτησαν μια καλύτερη τύχη. Αντιμετώπισαν σκληρές συνθήκες εργασίας, ρατσισμό. Άλλοι τα κατάφεραν κι άλλοι όχι…
Η συγγραφέας, χωρίς να κουράζει, καταφέρνει να μας κάνει να ζήσουμε την κάθε στιγμή. Σίγουρα συμβάλλει και το εικαστικό μέρος της έκδοσης.
Θαυμάσιο και το τελευταίο μέρος του βιβλίου με «τις κρυμμένες ιστορίες μέσα στην ιστορία» που μας βοηθούν να κατανοήσουμε καλύτερα τα όσα συνέβαιναν.
Συνέντευξη στον Κώστα Στοφόρο
Ποια ήταν η έμπνευση για «Το Πιάτο»; Υπάρχει κάποια οικογενειακή ιστορία στο βάθος;
Η έμπνευσή μου για Το Πιάτο ήταν μια παλιά οικογενειακή φωτογραφία που υπήρχε στο σαλόνι του σπιτιού, στο χωριό. Σε αυτήν, η γιαγιά μου έστεκε στο κέντρο έχοντας αγκαλιά τα δύο της παιδιά ντυμένα τσολιαδάκια, τον μπαμπά και τον θείο μου, ενώ λίγο πιο πίσω τους, στον αέρα, στεκόταν ο παππούς μου τον οποίο τον είχε προσθέσει στη φωτογραφία ο φωτογράφος του χωριού, με ένα τέχνασμα, με τα μέσα της εποχής που είχε.
Ο παππούς μου δεν ήτανε κοντά στην οικογένειά του όταν τραβήχτηκε η φωτογραφία, καθώς έλειπε χρόνια στην Αμερική ως μετανάστης, πλένοντας πιάτα κι εργαζόμενος πολύ σκληρά, για να στέλνει χρήματα στην οικογένεια. Και η ζωή προχωρούσε. Και τα μωρά γίνονταν αγόρια του σχολείου που σε κάποια γιορτή ντυθήκαν τσολιαδάκια γεννώντας την ανάγκη μιας οικογενειακής φωτογραφίας που θα τους κρατούσε όλους μαζί στο πέρασμα του χρόνου – έστω κι αν κάποιος βρισκόταν τόσο μακριά.
Αυτή ήταν η έμπνευσή μου για Το Πιάτο. Η ασπρόμαυρη οικογενειακή φωτογραφία που στην ουσία αποτύπωνε μια πολύχρωμη οικογενειακή ιστορία.
Έχεις πολλά στοιχεία, προφανώς προϊόν έρευνας. Ποιες ήταν οι βασικές πηγές σου;
Είδα ντοκιμαντέρ, διάβασα, έψαξα στο διαδίκτυο. Ξαναέψαξα. Διασταύρωσα. Σελίδες ομογενών, σελίδες με θέματα ναυτικά της εποχής, αρχεία προσωπικά. Στην αρχή εργαζόμουν μόνη μου, στη συνέχεια εργαζόμουν παρέα με την εκδότρια, την κυρία Σοφία Θάνου που με βοηθούσε προσφέροντάς μου κι άλλες πηγές, από άλλες εφημερίδες και από αρχεία δικά της ή αρχεία φίλων της. Η εκδότρια πίστεψε εξ αρχής Το Πιάτο και της το χρωστάω αυτό το βιβλίο. Της χρωστάω το πόσο πλήρες βγήκε, γιατί μέχρι και την τελευταία νύχτα πριν το τύπωμα, ήμασταν στα τηλέφωνα να μιλάμε, να προσθέτουμε και να αφαιρούμε. Θέλαμε να γίνει ένα βιβλίο που πραγματικά να έχει να πει, να έχει να δώσει, να έχει να προσφέρει. Ένα βιβλίο που να αξίζει να το έχεις στη βιβλιοθήκη σου και να ανατρέχεις σ’ αυτό, ξανά και ξανά.
Όλοι εμείς γνωρίζουμε στ’ αλήθεια τι έζησαν οι Έλληνες μετανάστες στην Αμερική;
Δεν νομίζω πως πραγματικά γνωρίζουμε τι έχουν ζήσει οι Έλληνες μετανάστες στην Αμερική, όπως και σε άλλους τόπους μετανάστευσης. Ίσως να μαθαίνουμε γενικές πληροφορίες, μα για πραγματική γνώση, αμφιβάλλω… Πώς μπορείς να ξέρεις τι πραγματικά έχει αισθανθεί στο πετσί του κάποιος, αν εσύ δεν έχεις κοινό βίωμα; Εγώ ως παιδί, πήρα μία μικρή γεύση από τις σκόρπιες περιγραφές του παππούλη μου. Δεν ξέρω όμως στ’ αλήθεια τι έζησε εκεί. Ξέρω μονάχα πως τον παρατηρούσα αφότου γύρισε, να τρώει το ρυζάκι του κάθε μέρα, προσπαθώντας να στρώσει το στομάχι που τόσα χρόνια πίεσης, μοναξιάς και στενοχώριας, του το είχαν καταστρέψει. Και ακριβώς αυτή η εικόνα του παππού μου, να τρώει κάθε μέρα ρύζι γιατί δεν μπορούσε να φάει κάτι άλλο, σήμαινε για μένα την πίκρα της μετανάστευσης.
Πιστεύεις πως θα είναι κατανοητά στα παιδιά όλα αυτά που μοιράζεσαι; Δεν είναι ένα «εύκολο» βιβλίο…
Κατανοητά, με την ακρίβεια της λέξης, ναι, πιστεύω πως θα είναι. Δεν υπάρχει κάτι μη κατανοητό μέσα στο βιβλίο. Όμως το βιβλίο δεν είναι εύκολο, αυτό είναι αλήθεια. Το νιώθω σαν στοίχημα. Είναι ένα βιβλίο έξω από το σήμερα που όμως θα διαβαστεί στο σήμερα. Κάποιος μπορεί να πει, σιγά, τι νοιάζει τα παιδιά τι έγινε το ’50 και το ’60… Ναι, μπορεί να μην τα νοιάζει αφού το ’50 και το ’60 είναι πίσω μακριά και δεν τα αφορά, όμως είναι ένα σημαντικό κομμάτι της ιστορίας των Ελλήνων και επιπλέον, μαθαίνοντας γι’ αυτό, τα σημερινά παιδιά έρχονται πιο κοντά στους μετανάστες του τώρα. Από άλλη οδό, από άλλη διαδρομή, μέσω του βιβλίου αυτού τα παιδιά γνωρίζουν το θέμα της μετανάστευσης που είναι σημερινό και χθεσινό, ταυτόχρονα.
Το βιβλίο σου διαβάζεται πιστεύω με το ίδιο ενδιαφέρον και από το ενήλικο κοινό. Ποια είναι η γνώμη σου για τον διαχωρισμό ανάμεσα σε «παιδικά» και «βιβλία ενηλίκων»;
Όπως όλα μου τα βιβλία, έτσι και Το Πιάτο, διαβάζεται και από ενήλικες και από παιδιά. Οι διαχωρισμοί στα βιβλία δεν μου αρέσουν, παρόλο που αντιλαμβάνομαι πως διευκολύνουν λίγο εμπορικά και πρακτικά την κατάταξή τους στα ράφια των βιβλιοπωλείων. Όμως εγώ, όπως κι άλλοι της γενιάς μου, μεγάλωσα σε σπίτια με πολλά βιβλία ανένταχτα και διάβασα από πολύ μικρή, πολύ μεγαλίστικα βιβλία, δίχως διαχωρισμούς και ετικέτες. Ουδέποτε υπήρξε δισταγμός των γονιών μου για το τι θα διαβάσω. Υπήρχε επιλογή ως προς το τι θα με άγγιζε, έτσι όπως με έβλεπαν να διαμορφώνομαι με τα χρόνια, όμως δεν με απέκλεισαν ποτέ από κάποιο ανάγνωσμα, επειδή δεν ήταν τυπικά παιδικό.
Το Πιάτο τυπικά, αφορά παιδιά Γ΄, Δ΄, Ε΄, ΣΤ΄ Δημοτικού. Όμως, αν διαβαστεί αγκαλιά με έναν γονιό, γίνεται κατανοητό κι από μικρότερα παιδιά, όπως επίσης, αν διαβαστεί με ανοιχτή καρδιά, μπορεί να αγγίξει και ενήλικες, χωρίς παιδιά. Ο ήρωας του βιβλίου είναι ένα παιδί και ίσως αυτός είναι ο ασφαλέστερος τρόπος για να αγγίξεις τους περισσότερους…
Διαβάστε τη συνέντευξη εδώ.