Σταγόνες: Τα διηγήματα της Τασσοπούλου
- Slow Greek
Καθώς η θερμοκρασία ανεβαίνει, δροσερή μοιάζει η έλευση του παρακάτω υγρού βιβλίου. Η Κωνσταντίνα Τασσοπούλου μάς συστήθηκε με τα Κοινόχρηστα (Καστανιώτης) ένα ενδιαφέρον σπονδυλωτό μυθιστόρημα πόλης, το οποίο ευχάριστα μοιάζει να συνεχίζει να γράφει εδώ. Με την ελευθερία της φόρμας, τα διηγήματα που συγκεντρώνονται είναι, ως επί το πλείστον, βραβευμένα. Τα πιο «αστικά» πρωτοδημοσιεύτηκαν στην όμορφη πρωτοβουλία που πήραν ο Άθως Δημουλάς και ο Κώστας Τσαούσης για την εφημερίδα Metropolis, τις Μητροπολιτικές Ιστορίες. Τις Μητροπολιτικές Ιστορίες διέπει το τρίπτυχο Αθήνα-νεότητα-ιστορία. Ομοίως κινούνται και οι Σταγόνες. Μια οσμή λεμονόκουπας, ή μασημένης τσίχλας, κάπως ο αρουραίος να μυρίσει καλύτερα, καθώς με τη γατούλα χαριεντίζεται. «Σταγόνες» γιατί ο έρωτας υγρός είναι και έχει γεύση, νόστιμη. Σε κάνει να επιστρέφεις στο σπίτι, καθώς δυο άνθρωποι ξεγυμνώνονται ψυχικά, επιστρέφουν στην πρότερη αθώα παιδική ηλικία και την ισορροπία που εκείνη πρόσφερε. ‘Η, τουλάχιστον, στην ψευδαίσθησή της, κάπως.
Ο νόστος, η αιώνια επιστροφή στο χωριό από την αγαπημένη Αθήνα υπάρχει στα διηγήματα. Η παιδικότητα είναι βασικός άξονας, είτε ως χαρακτηριστικό των ηρώων, είτε ως στόχος, ειδικά στα μη ερωτικά διηγήματα του τόμου. Η χαμένη αθωότητα που ψάχνουμε ή η αθωότητα που χάνεται καθώς οι απώλειες σκληραίνουν.
Οι άνθρωποι στις Σταγόνες φεύγουν όχι για τα θερινά τους μπάνια, χωρίζουν ή για τον άλλο κόσμο αποχωρούν. Στην Προσβολή η γιαγιά χάνεται, μαζί με τις γεύσεις της, τους εξωτικούς χοχλιούς της οδού Φιλολάου, που γεμάτοι ζωή σαλιαρίζουν μέσα στο παγκρατιώτικο σπίτι. Λαϊκή θυμοσοφία η οποία όμως βγαίνει φυσικά και όχι σαν απόφθεγμα. Οι γεύσεις φέρνουν θύμησες και οι θύμησες ιστορίες. Στην Καθυστέρηση ο ρυθμός είναι κοφτός και ο λόγος πυκνός, ένας αγώνας λόγων καθώς δυο άνθρωποι σπάνε και πασχίζουν με οικείες ψευδαισθήσεις να μην κάνουν κουβέντες που όλοι έχουμε κάνει. Σαν τα γεροντάκια της διαφήμισης ήθελα να γίνουμε.
Αλλά οι ήρωες της Τασσοπούλου είναι ανυποχώρητοι, εγωιστές. Τα μακαρόνια θα λασπώσουν, ο έρως περνάει από το στομάχι και ο παρών έρως θα λασπώσει μέσα στο άμυλο της αδράνειάς του. Ενδιαμέσως, μη ποιητικά αντικείμενα παίρνουν ποιητική πολυσημία. Το «πέναλτι» αποβαίνει μοιραίο για τον «τερματοφύλακα». Όλα ξεραίνονται, η φύση ασφυκτιά εντός του άστεως, έρχεται ως μνήμη παρελθόντων οσμών και ορμών. Η τριανταφυλλιά εμέσσει όσα οι ήρωες κρατούν εντός. Στην Άχνη Ζάχαρη αναπλάθεται μια Αθήνα της δεκαετίας του ’60, χωρίς ρετροποίηση. Η γλυκιά εορτάσιμη ατμόσφαιρα γύρω από τη βασιλόπιτα πικραίνει κι η σταγόνα δεν είναι βρώσιμη, μα δάκρυ. Το μαγείρεμα δεν είναι διαδικασία, αλλά δημιουργική χαρά, κοινωνική πράξη, σύναξη ανθρώπων ή συνένωση άρρενος και θήλεος. Το φαγητό είναι έρωτας κανονικός, αν προσέξεις μη σου στάξει λάδι εδώ, μη σε λερώσει εκεί, έχεις χάσει τη μισή ομορφιά. Η διπολικότητα του διηγήματος και η ανατροπή, το ηδύ που πικραίνει, οι εναλλαγές μεταφορικής και κυριολεκτικής γλώσσας είναι χαρακτηριστικές. Ωραίες βόλτες στο Μετς, στην Ακρόπολη, ένας διάλογος με τον δυστυχισμένο πρίγκηπα της πόλης, τον Δρομέα του Βαρώτσου. Ένα εισιτήριο του μετρό ξεκινά από τα χέρια ενός καθωσπρέπει κυρίου των Βορείων Προαστίων, ύστερα ένα νεαρό ζευγάρι φιλιέται, χύνονται χάμω τα βιβλία από την τσάντα της, βρίσκουν το εισιτήριο κι η ιστορία αλλάζει χέρια. Με την αλμύρα του καλοκαιριού, προσμένοντας την κούκλα άδεια Αθήνα και τις ήσυχες ημέρες του Αυγούστου, αφηνόμαστε στις οικείες Σταγόνες με την ελπίδα να μη στεγνώσουν ποτέ.
Σταγόνες. Συλλογή διηγημάτων, Κωνσταντίνα Τασσοπούλου. Άπαρσις, 2013