My welcome summer party
- ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΕΥΧΟΣ 7 "ΖΕΣΤΗ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ..."
myrΔεν ξέρω αν είναι του μοναχοπαιδιού ή κουσούρι της γενιάς μου, πάντως ομολογώ πως λατρεύω να μετράω πρωτιές. Ειδικά καλοκαιριού. Κάποτε καλοκαίριαζε με το πρώτο ξυλάκι παγωτό, που η επικάλυψη δεν ήταν σοκολάτα, μα τώρα κι αυτό ενηλικιώθηκε. Εγινε χύμα, ζαχαροπλαστείου και σερβίρεται ακόμη και καταχείμωνο, πλάι σε σουφλέ σοκολάτας και μηλόπιτες, σε μεζεδοπωλεία στου Ψυρρή κι εστιατόρια του Χαλανδρίου.
Οι πρώτες φράουλες αγοράστηκαν Παρασκευή, από πλανόδιο στο Μοναστηράκι. Τα πρώτα κεράσια Τρίτη, από το σούπερ μάρκετ δίπλα στο γραφείο. Το πρώτο πεπόνι Σάββατο, από τη λαϊκή της Καλλιδρομίου. Τη σιχαινόμουν όταν με πήγαινε ο μπαμπάς και σήμερα γελάω με τα χάλια μου, που κοψομεσιάζομαι με τους γιαρμάδες Εξάρχεια – Μετς, μόνο και μόνο για να ξαναμυρίσω την παλιά ανεμελιά. Ροδάκινα, βερίκοκα, αυτά μάλιστα, είναι φρούτα αξιόλογα. Ενώ, ποιο το νόημα να θυμάσαι μήλα άχαρα; Ισως μόνο αν ονομάζεσαι Αδάμ.
Το πρώτο καρπούζι μού το ψώνισε ο Νίκος, του 2ου ορόφου. Δύο έφερε και τα ακούμπισε στο παρκέ του σαλονιού. Εγώ τα αψήφησα επιδεικτικά. Φούσκωνα μπαλόνια, ανέβαζα στην ταράτσα τραπέζια, σπαστές καρέκλες, μουσαμάδες και τραπεζομάντιλα, πλαστικά ποτηράκια, κουτάλες, μπολ για τσιπς και λεκάνες για τα τυροπιτάκια, στόλιζα το ασανσέρ και την είσοδο. Ως το απόγευμα που ήρθε η Ελένη, εγώ το πάρτι μου το είχα ήδη κάνει. Ετσι κι αλλιώς, ο αληθινός εορτασμός σε καθετί είναι πάντοτε η προετοιμασία. Η ίδια η γιορτή μοιάζει με φωτογραφία, μόνο και μόνο για να καταγραφεί η χαρά μες τα χρόνια.
Τρεις άνθρωποι σε ένα κουζινάκι, που και μόνη όταν είμαι στριμώχνομαι. Οι φίλοι φέρνουν στη ζωή άπλα και χώρο. Φόρεσα στην Ελένη την ποδιά του μαγειρέματος. Ο Αρης σφάζει το καρπούζι προσεχτικά, να το γεμίσουμε βότκα. Κόκκινο ζουμί μας πλένει τα χέρια. Υβρις, να πεις ότι λερώνεσαι… Κουκούτσια «δραπετεύουν» από τη φυλακή τους και τρέχουν στο νεροχύτη. Ο Αρης με ταΐζει στο στόμα μπουκιές από την καρδιά. Από καρδιάς, νομίζω, κι ας είναι με το οδοντωτό μαχαίρι. Η πλάτη της Ελένης δεν βλέπει τις ματιές μας. Ενδεχόμενα, αν απουσίαζε, να φιλιόμασταν στο στόμα. Είμαι ευτυχισμένη. Το πρώτο καρπούζι, το δαγκώνω με παρέα. Το πρώτο μου καρπούζι, παιδιά… Καλό καλοκαίρι… Και το δικό μου πρώτο… Και το δικό μου… Οι αγκώνες μας στάζουν και στα πλακάκια της κουζίνας σχηματίζονται λεκέδες. Θα αργήσω πολύ να σφουγγαρίσω. Επίτηδες. Σουρουπώνει και δεν δρόσισε καθόλου. Ευλογημένος καιρός για πάρτι. Σαν να θέλει να συμβάλλει κι ο Θεός κάθε χρόνο στην επιτυχία. Ποτέ δεν βρέχει, δεν φυσά, συνθήκες ιδανικές. Η ταράτσα σχεδόν άδεια. Ουδέτερος γκριζωπός καμβάς, για να δείξουν τα έργα τέχνης. Ζάππειο, Φιλοπάππου, Στύλοι Ολυμπίου Διός και ακριβώς στην ευθεία η Ακρόπολη. Σε εκείνη κολλάει το βλέμμα μου, κάθε φορά που έρχομαι εδώ πάνω να προσευχηθώ. Οχι στην εκκλησία του Αγίου Παντελεήμονα, που φαίνεται αριστερά. Η ομορφιά νικάει εύκολα, ακόμα και την πίστη… Οι καλεσμένοι καταφτάνουν ορμητικά, σαν μυρμηγκάκια, δυο-δυο, ο Μανώλης με τη Δέσποινα, η Κατερίνα με τη Λίνα, τρεις-τρεις, η Ευαγγελία με δύο φίλες της. Γεμίζει ο χώρος. Τέσσερις-τέσσερις. Ο Μιχάλης ήρθε μόνος. Και η Βικτώρια. Και η Ευγενία. Τα παιδιά του Colibri όλα μαζί, μετά το σχόλασμα. Επιλέγω να πιω ΜΕΤΑΧΑ 5 αστέρων, γελοίο; Οχι βέβαια. Αφενός δεν ήθελα κάτι άλλο, κι αφετέρου είναι μνημόσυνο του χειμώνα τούτη η βραδιά.
Ατμόσφαιρα αποπνιχτική, ομιχλώδης. Σαν πούσι του Καββαδία. Νοτιάς. Αρχισε η θερινή βραδύτητα. Ξεκάθαρα κι ειλικρινά δεν αγαπώ το καλοκαίρι. Κι ας γλεντάω τον ερχομό του κάθε χρόνο. Τώρα που το σκέφτομαι, μάλλον την άνοιξη ξεπροβοδίζω, να πάει στο καλό και να μου ξαναφέρει του χρόνου την ελπίδα. Υπουλα βάζω το πάρτι στο τελευταίο Σάββατό της. Φαλτσάρει μες στο αυτί μου ένα κουνούπι, κι ούτε ακούω καλά καλά τη μουσική. Εντομοαπωθητικά κεριά με άρωμα λεμόνι, σορτσάκια και χαρούμενα ρούχα, στροβιλισμοί με ρυθμό ή χωρίς, αισθήσεις θολές, όπως η νύχτα. Κρυμμένα καλά τα εκατομμύρια αστέρια. Χθες είχε φεγγάρι ολόκληρο. Σαν το δεύτερο ποτήρι μου, το τρίτο, το έκτο. Δίχως πάγο. Ολη τη μέρα ανέβα κατέβα, τίποτα δεν έφαγα. Μόνο εκείνο το πρώτο καρπούζι. Αγκαλιάζω φίλους, γνωστούς, παρέες, παλιούς συναδέλφους, γείτονες, εκείνον. Χαίρομαι που τους βλέπω όλους, μα έχω κούραση μεγάλη. Οχι μόνο από τον κόπο σήμερα. Παραπαίουν οι φλογίτσες στα ρεσό, σαν το βήμα μου. Αφυπνίζομαι νωρίς από το θόρυβο της ζέστης. Το μαξιλάρι ποτισμένο. Σάλια, ιδρώτας, μυρωδιά κονιάκ. Χορεύει η κουρτίνα, ορθάνοιχτο το τζάμι, το παντζούρι. Ενα μηχανάκι κατεβαίνει την Ηλιουπόλεως. Με έβαλαν για ύπνο νωρίς. Νομίζω πως δεν ένιωθα καλά. Αραγε χόρεψαν, είχαν κέφι, πέρασαν καλά, τι ώρα το διαλύσανε; Ολοι θα κοιμούνται, εφτά το πρωί ποιος λύνει απορίες; Διαμαρτύρεται το κεφάλι μου, το στομάχι, μια χάρτινη σακούλα μου χαιδέυει τη γάμπα. Δώρο. Φυτικά καλλυντικά με αγγούρι. Από ποιον, άραγε; Σέρνομαι ως το σαλόνι. Δώρα. Ξεσκίζω τα περιτυλίγματα με μανία. Προσπαθώ να κερδίσω ό,τι έχασα χθες. Ο Μικρός Νικόλας από τη Δέσποινα. Ενα ποτιστήρι γεμάτο γλυκά από την Αλεξάνδρα, το κάδρο που όλο έλεγα να πάω να πάρω και δεν πήγαινα, ποτηράκια για το κρασί, ένα ζευγάρι σαγιονάρες. Αινίγματα οι σακούλες δίχως κάρτα. Ενα βραχιόλι πλαστικό με διαμαντάκια. Δεν το χρειάζομαι, έχω τόσα. Ισως το αλλάξω. Οι Συνομήλικοι του Αρκά, ένα t-shirt, ένα μπρελόκ. Στον πάγκο της κουζίνας μια κούπα. Ο καφές έξω από το ντουλάπι. Μάλλον θα έφτιαξαν τα κορίτσια σε κάποιον. Πρώτη φορά δεν συμμετείχα σε πράγματα που με αφορούν. Πρώτη φορά που λείπω από μνήμες στις οποίες υπάρχω. Σκουντάω το κινητό με το τετραψήφιο pin. Ξύπνησε. Ενημερώνομαι. Το διαλύσανε κατά τις τέσσερις. Ο κόσμος χόρεψε. Η Ειρήνη πέτυχε και τη Σασσού και τα είπαν. Η Αντζι μου μιλάει για εκείνον. Η Κατερίνα με ρωτά αν μου άρεσε το δώρο. Δεν είχε κάρτα. Ενα βραχιολάκι γαλάζιο. Αυτό που πριν ήθελα να αλλάξω, επειδή δεν χρειαζόμουν. Τώρα που ξέρω πως είναι από εκείνη, μού είναι αναγκαίο. Απαραίτητο. Σήμερα συνειδητοποίησα την έννοια του δώρου, κι ας έχω λάβει τόσα. Ούτε το υλικό, ούτε η χρησιμότητα, ούτε η αντικειμενική αξία. Το χέρι που το χάρισε, μονάχα. Οι πατούσες μου μαύρες, το πάτωμα κολλάει -ποιος ξέρει από τι;- τα ρουθούνια μου μαγνητισμένα από οσμές μασχάλης. Προδομένη ακόμα κι από το αποσμητικό. Καλοκαίρι λέω το σβέρκο που δεν στεγνώνει. Μπαίνω στο ντους, πρώτη φορά χωρίς να ανάψω boiler. Κάνει ζέστη πια. Μόλις πλυθώ θα συγυρίσω το χάος, θα συμμαζέψω το μυαλό μου. Θα βάλω και το air-condition σε λειτουργία. Πρώτη φορά για φέτος.