ΑΛΣ + ΠΡΟΝΟΙΑ ή αλλιώς Αλοπρόνοια
Μια ιστορία αληθινή που έγινε διήγημα…
Κύματα γλυκά σε μια θάλασσα γεμάτη αλμύρα. Αντιθέσεις της ζωής να τις πιεις στο ποτήρι. Λίγο ούζο, λίγος πάγος και οι γουλιές μικρές που όμως, ξεχειλίζουν το μυαλό. Ο ήλιος αποφάσισε να δύσει και πλέον δεν ζεσταίνει επιθετικά. Ακίνητος με το πουκάμισο ανοιχτό. Αιχμάλωτος που δέθηκε από μόνος του στην ψάθινη καρέκλα.
Κυκλαδίτικο απόγευμα σε τσιμεντένιο μόλο. Τα τραπέζια δυο βήματα από το νερό. Η θάλασσα μια ανάσα από τα πιάτα. Αλατίζεται η γεύση. Παστώνεται η ανάμνηση. Να μπορούσε να διατηρήσει αυτή την αίσθηση έως τη Γαλλία! Να βρισκόταν τρόπος, να τη διπλώσει μαζί με τα ρούχα και να τη χώσει μέσα στη βαλίτσα της επιστροφής. Να την έχει σουβενίρ στο γραφείο. Φυλαχτό για το χειμώνα.
Τα παιδιά στα βράχια παίζουν, παρέα με τα ξένα παιδιά. Πώς καταφέρνουν και συνεννοούνται σ’ άλλες γλώσσες, ποιος το ξέρει; Εκείνα. Το παιχνίδι έχει τον τρόπο να φέρνει τους πάντες κοντά, ακόμα κι όταν τους τοποθετεί σε θέση αντιπάλου. Περίεργα που σκέφτεται. Ανάποδα. Τα δικά του παιδιά είναι τα ξένα, όχι τα ντόπια. Τι είναι οικείο και τι ξένο, πόσο εύκολα μπορούν να μπερδευτούν. Πόσο εύκολα κλέβει το ένα τη θέση του άλλου. Σαν κύματα που κολυμπούν σε ακολουθία. Ποιο ήταν πριν και ποιο μετά; Ποιο προηγούμενο και ποιο επόμενο; Ο ορίζοντας πάντα μπροστά, συγκεκριμένος. Τα κύματα όμως; Αυτό που μόλις κοίταξε, ήδη μπερδεύτηκε με εκείνο που κοιτούσε πριν ή μήπως είναι αυτό που τώρα έρχεται από δεξιά;
«Πάω να κολυμπήσω…»
Με ένα φιλί στον ώμο, τον επανέφερε για λίγο στη στεριά. Τον επανέφερε για λίγο στην ευθύνη.
«Έχε το νου σου στα παιδιά…»
Αθόρυβο περπάτημα που σήκωσε φουρτούνα. Εκείνη, το μαγιό της, η γυμνασμένη της πλάτη, το ζεύγος τα βατραχοπέδιλα, το νεύμα του χεριού, η βουτιά, το κύμα. Αυτό μπροστά είναι που την κατάπιε ή το δίπλα; Τρέλα κι αυτή να προσπαθεί να ακολουθήσει τα κύματα. Και να τ’ ακολουθήσει δηλαδή, πού θα τον πάνε; Θα τον φτάσουν μέχρι τη στεριά. Στον κόλπο που παίζουν τα παιδιά. Ανέμελα. Ο μεγάλος ψάχνει για καβούρια στα βραχάκια. Ο μικρός χαζολογάει με τη μάσκα. Κύματα που μπερδεύονται κι οι γιοι. Ο μικρός να νιώθει μεγάλος στα τέσσερα και ο μεγάλος στα εφτά, να μην θέλει να τον λένε πια μικρό. Αυτός κι η μάνα τους, πάντα θα είναι ορίζοντας μπροστά τους.
«Θα μου φέρετε ένα ακόμα ούζο, σας παρακαλώ;»
Ένα ακόμα ούζο. Το τελευταίο. Για σήμερα το τελευταίο, γιατί και αύριο, έτσι όπως το βλέπει, εδώ θα έρθουνε ξανά για φαγητό. Θα παραγγείλουν το ξυδάτο χταπόδι και τα ελληνικά καλαμαράκια που αρέσουν στα παιδιά. Θα βάλουν όλοι από ένα πλοκάμι στο στόμα και θα κάνουνε γκριμάτσες. Θα πάρουν και μια μεγάλη χωριάτικη σαλάτα και θα κάνουνε διαγωνισμό. Ποιος μπορεί να βουτήξει πιο βαθιά μες στο πιάτο, ποιος θα λαδωθεί περισσότερο και ποιος θα προλάβει το μεγαλύτερο κομμάτι από το τοπικό άσπρο τυρί. Ωραία που αισθάνεται με το παγάκι στο στόμα. Δεν θα το πιει μοναχός του όλο το ούζο. Θ’ αφήσει λίγο. Θα την περιμένει να βγει. Να τσουγκρίσουν και να τελειώσουν το υπόλοιπο μαζί. Με μια γουλιά.
Ήσυχο δειλινό παρόλο του τον κόσμο. Μπουλούκια που σκορπίζουνε στο μόλο. Τα δίχτυα ελπίδα κίτρινη πάνω στο γκρι. Ο ψαράς σκυφτός, σαν να προσεύχεται. Το καΐκι σε αργή πομπή. Επιστρέφει, δένει, αποχωρίζεται. Μια γιαγιά με σκούφια στο κεφάλι, μπαίνει παραπατώντας στο νερό. Ένας παππούς με ρυτίδες στο μπράτσο, πετάει στο εγγόνι του τη μπάλα. Η καρδιά του απογεύματος χτυπά σ’ άλλο ρυθμό. Μπαλάκια που βράχηκαν χτυπιούνται σε ρακέτες. Ομιλίες που τις παίρνει η θάλασσα. Ομιλίες που τις φέρνει ο αέρας. Κάτι γέλια μακρινά. Κάποιο φύσημα. Αντίλαλος. Οι τρίχες του χεριού του ανασηκώνονται. Ούτε κρύο κάνει, ούτε δροσιά, κάποιο φύσημα. Γιατί όλοι στρέφονται στ’ αριστερά; Πού πάνε; Τα παιδιά; Σηκώνεται να δει.
«Θα επιστρέψω…»
Μη νομίζουνε οι άνθρωποι από την ταβέρνα πως φεύγει και θ’ αφήσει απλήρωτο το λογαριασμό. Όχι βέβαια, δεν νομίζουνε. Αλίμονο. Υπόσχεση που δόθηκε, μα δεν θα τηρηθεί. Δεν θα επιστρέψει. Και ο λογαριασμός θα στέκει απλήρωτος και θα χτυπιέται για ώρα, κάτω από το καλάθι του ψωμιού. Κανείς δεν θα θελήσει να του πάρει λεφτά. Κάτι γίνεται. Όλοι τρέχουν. Κάτι ακούγεται. Κάτι λέγεται. Η Γαλλίδα. Στις πέτρες κοντά. Ένα φύσημα κι ολόκληρο νησί ξεβράζεται σ’ ένα συγκεκριμένο βράχο. Μια στιγμή και ματώνει η θάλασσα, δίχως να στάξει μέσα ούτε μία κόκκινη σταγόνα. Μία καρδιά που σταματά, μπροστά στα μάτια των παιδιών της.
«Μαμά…»
Μπρούμυτη χαζεύει το βυθό, όπως τον χάζευε λίγο πιο πριν κι ο γιος της. Μήπως ψάχνει κοχύλια σαν αυτόν;
«Μαμά…»
Μάνα που ακούγεται παρόμοια σ’ όλες τις γλώσσες. Κι όταν υπάρχει, κι όταν λείπει. Σιωπή και θόρυβος μαζί, σε έναν λευκό καμβά με μπλε παράθυρα. Ένας κύκλος τόσος δα, στη μέση του Αιγαίου. Άνθρωποι λίγοι. Μετριούνται κι οι τουρίστες για δικοί τους, όταν έρχονται. Οι Γάλλοι έφτασαν προχθές. Οικογένεια, ναι. Μαμά, μπαμπάς και δύο παιδιά. Είχε φάει και βούτηξε. Ναι. Κάποιος νεαρός τη φιλάει στο στόμα με πάθος, στον άνδρα της μπροστά, μήπως μπορέσει να του τη γυρίσει πίσω. Ανάσα που κόπηκε δεν στερεώνεται ξανά. Ένας άνδρας τον χτυπά στον ώμο, μια γυναίκα βαστά το κεφάλι της, ντόπιοι με κατάμαυρα κούτελα ψημένα από το χρόνο, θρηνούν για το δικό του κάψιμο. Θρηνούν μαζί του, μα σε γλώσσα διαφορετική. Θα κάνουν όλοι μέρες για να ξαναμπούνε στη θάλασσα. Θα στέκουν μπρος της και θα την κοιτούν, μα θα διστάζουν. Σύννεφο βαρύ θα τους ακολουθεί, απ’ αυτά που κάποιες μέρες πάνε και στέκονται απάνω από τη Σίκινο. Απ’ αυτά που την καταπίνουν ολόκληρη.
Ο γιατρός επιβεβαιώνει, ο αστυνόμος παραστέκει και το βρεγμένο σώμα έρχεται να σκεπαστεί, με μια καλά αλατισμένη πετσέτα. Είναι νεκρή. Παγάκι στα χείλη που θα λιώνει αργά επάνω στην καρδιά του. Να, που το δίχως άλλο, η στιγμή θα χωθεί μες στη βαλίτσα. Πλάι στα ρούχα της, πλάι στο δαντελένιο της σουτιέν και μέσα στ’ άρωμά της. Να, που το δίχως άλλο, ενώ θα επιστρέφουνε όλοι μαζί, εκείνη θα έχει μείνει πίσω.
«Έχε το νου σου στα παιδιά…» κι ο νους του κάστρο αμμουδερό που αρχίζει και απλώνει. Κόκκοι χρυσοί του φράζουνε το στόμα. Νιώθει ανήμπορος να λέει ή να πει.
Κάποιος θα του φέρει απ’ την ταβέρνα όλα τα πράγματα και κάποιος άλλος θα τον πάει αγκαζέ ως το φορείο, για να συνεχίσουνε τα απαραίτητα, τα διαδικαστικά. Τα μαγουλάκια των παιδιών θα τα αυλακώνει η θάλασσα και τα πελώρια μάτια τους θα προσπαθούν να εξηγήσουν το κενό. Και τότε ακριβώς θα εμφανιστεί εκείνη. Από το πουθενά. Νύμφη αέρινη με ξανθωπά ανεμιστά μαλλιά. Με φόρεμα υφαντό και με μοδάτες, πλαστικές σαγιονάρες. Απ’ αυτές που όλες οι γυναίκες φορούν το καλοκαίρι. Θα αγγίξει τα χέρια των παιδιών απαλά, θα τα πάρει και θα φύγουν. Να περπατήσουν μαζί μακριά από το συμβάν, που σε μελλοντικές στατιστικές θα κρυφτεί μέσα στους αριθμούς˙ στο σύνολο των λουομένων που το έτος 2012, πνίγηκαν σε θάλασσες ελληνικές.
Στατιστικά θα είναι νούμερο. Απλώς. Μα, ως πραγματικότητα θα είναι κάτι παραπάνω. Όπως κάτι παραπάνω θα είναι, και ως πραγματικότητα, μα και στατιστικά, η παρουσία της νύμφης στην ειδυλλιακή, απάγκια κι όχι πολυσύχναστη Αλοπρόνοια. Θα είναι κάτι που θα μπορεί για πάντα να δικαιολογεί τη σημασία του ωραίου ονόματός της.
Η πρόνοια της θάλασσας θα πρέπει να τα κανόνισε όλα. Εκείνη θα πρέπει να ενέπνευσε την κοπέλα για εκείνες τις διακοπές, σε εκείνο το νησί, εκείνο το μήνα. Η πρόνοια της θάλασσας θα πρέπει να την σκούντηξε να πάει για μπάνιο ξανά το απόγευμα, παρόλο που είχε πάει και το πρωί. Όχι. Δεν έπρεπε με τίποτα να ανέβει για καφέ στη Χώρα, διότι εκείνο το απόγευμα, σ’ εκείνο το λιμάνι, θα προέκυπτε η ανάγκη της κι ας μην το γνώριζε. Εκείνο το απόγευμα θα την χρειάζονταν. Θα χρειάζονταν κάποια σαν αυτήν. Γυναίκα που να αγαπά τα παιδιά και να μπορεί να επικοινωνήσει με αμεσότητα μαζί τους. Να είναι ψυχολόγος, γιατί όχι; Να έχει ειδίκευση στην παιδοψυχολογία και ένα γερό μεταπτυχιακό στη Γαλλία, ώστε να μιλά καλά τη γλώσσα. Τη γλώσσα τους. Να μπορέσουν να την καταλάβουν. Να την εμπιστευτούν.
Η πρόνοια της θάλασσας ήξερε, γι αυτό και την έστειλε. Η πρόνοια της θάλασσας ήταν αυτή που εξ’ αρχής, αν και δεν πρόλαβε για όλα να φροντίσει, είχε το νου της στα παιδιά.
(φωτογραφία: Μίλτος Κουρμπόγλου)
*Το κείμενο έχει βραβευτεί από την Λογοτεχνική Ιστοσελίδα eyelands.gr και κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Παράξενες Μέρες σε Συλλογική Έκδοση με τίτλο «Αριθμοί»
**Τον Αύγουστο του 2021, αναρτήθηκε στη Σελίδα της Καθημερινής: https://www.kathimerini.gr/k/travel/561454555/als-pronoia/?fbclid=IwAR3R1358MyVchQhNw6aiAUmOxsyIPkVKKMzClgeNNzCID7uzfv5oXWr0nM8