Το τσάι της κυρίας Ελένης αχνίζει. Μήλο, κανέλα, γαρύφαλλο και μια οσμή από το ρόφημα που συνήθιζε να της φτιάχνει η μάνα της, γι αυτό και καταδικάστηκε πάντα να καίει. Το περιμένει να κρυώσει. Έτσι δα, πώς να το πιει;

Αφήνει την ώρα να περνά, το βλέμμα να περιπλανιέται, τα αυτιά της να στέκονται όπου βρεθούν. Στο διπλανό τραπέζι κάποιος μονολογεί σε μια τσακισμένη εφημερίδα, στο μπροστινό ένα ζευγάρι πενηντάρηδων τσακώνεται και στο πίσω, μια γυναικεία φωνή τσιρίζει στο τηλέφωνο με τέμπο, ώσπου διακόπτεται από ξαφνικό κλάμα μωρού. Διακοπή στιγμιαία, καθώς το τσίριγμα επανέρχεται. Δριμύτερο.

– Αχ, σε κλείνω, σε κλείνω, χέστηκε η μπεμπούκα… Αχ, η μπεμπούλα μου, η τζουτζούκα μου, τα έκανε επάνω της μωρέ και το καλό μου θέλει άλλαγμα. Σε κλείνω, σε κλείνω, ααααχ…

Ησυχία διαδέχτηκε το τελευταίο, παρατεταμένο «αχ» που σαν σκυτάλη παραδόθηκε στο στόμα της κυρίας Ελένης. Μαζί με την πρώτη γουλιά του μυρωδάτου τσαγιού, το κατάπιε. Αχ και να άκουγε λέει, έστω μια φορά, έναν ανάλογο πρόλογο πριν τη δική της αλλαγή πάνας!

Η αλλαγή της πάνας είναι από τη φύση της βρόμικη δουλειά, μα τι άραγε τη βρομίζει περισσότερο, όταν τα χρόνια γίνονται κατά πολύ περασμένα; Τι είναι αυτό που κάνει την πάνα του μωρού λιγότερο αηδιαστική και την πάνα του γέροντα σιχαμένη περισσότερο; Είναι θέμα διατροφής, μονάχα; Είναι θέμα τροφής. Σκέψης. Το «αχ» της κυρίας Ελένης μεγαλώνει αρκετά και προσπαθεί να το καταπιεί με μια δεύτερη, αχνιστή γουλιά.

Κανείς δε χαίρεται όταν αλλάζει μια πάνα ακράτειας, μα θα βρεθούν πολλοί που θα χαρούν, σαν έρθει η στιγμή να αλλάξουν ένα μωρό. Συμπεριφορές λερωμένες, γύρω από ένα ευτελές πανί που έχει το συνήθειο να βάφεται στις ίδιες πάντα αποχρώσεις. Στο χρώμα της θνητότητας, θαρρείς. Διαφέρουν μεταξύ τους οι πάνες, δεν είναι παράλογο, όμως δεν είναι και εντελώς λογικό. Ο ποπός ενός μωρού δεν έχει ρυτίδες, μα ο γλουτός του ηλικιωμένου δεν έχει σφρίγος. Ζάρωσε κι είναι στις ζάρες του που θα έπρεπε να λιμνάζει κάθε απομεινάρι τρυφερότητας, κάθε ανθρώπου που βρίσκεται κάπου στη μέση.

Γιατί να σπαταλιέται όλο το κανάκεμα στο πλάσμα που σε λίγο θα μπορεί να μπουσουλά σηκώνοντας κεφάλι στη ζωή και να μη φυλάσσεται λίγο και για το πλάσμα που δεν μπορεί πια μόνο του να σηκωθεί απ’ την καρέκλα; Γιατί τόσο μεγάλη υπομονή για τους μικρούς που τους περισσεύει η ελπίδα και όχι για τους ηλικιωμένους που τους περισσεύει η ανάμνηση; Είναι ανοιχτοί οι δρόμοι των μικρών και κάθετοι στα μονοπάτια των μεγάλων που στενεύουν, οδηγώντας συχνά σε αδιέξοδο. Είναι θάλασσα πλατιά η μικρή τους ζωή και το ποτάμι των μεγάλων θερινό, που μέρα τη μέρα χάνει λίγο απ’ το νερό του και στερεύει.

Το τσάι της κυρίας Ελένης έχει γίνει χλιαρό. Μπορεί να το καταπιεί μονορούφι, όμως δε θέλει. Προτιμά να το απολαύσει με το πάσο της, ξεφυλλίζοντας το περιοδικό μέχρι να έρθει η ώρα να την παραλάβει η κόρη της και να επιστρέψουν στο σπίτι. Σαφώς το προτιμά, διότι έτσι πίνοντας, αργά – αργά, αφενός δεν βαραίνει το στομάχι και αφετέρου ευκολότερα χωνεύει αυτό που άρχισε να νιώθει από καιρό. Ότι η δυσφορία που γεννιέται στην κόρη της όταν την αλλάζει, είναι σχεδόν ανάλογη προς την αμέριστη χαρά που εκείνη αισθανόταν χρόνια πριν, όταν τη σήκωνε στα χέρια της και πήγαινε να την αλλάξει.

Φωτογραφία © Κώστας Κουρμπόγλου

@