ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ 1

Στο τραίνο ένα πρωί, στο μεσαίο βαγόνι του Προαστιακού που ανά δίωρο ενώνει την Αθήνα με την Χαλκίδα, ένας κύριος κοντά στα 70 δυνάμωσε τον ήχο από το τρανζιστοράκι που κρατούσε, σμπαραλιάζοντας ακαριαία τη χαλαρή ατμόσφαιρα στην οποία συνηθίζουμε να κινούμαστε όλοι εμείς, της διαδρομής των 08:51.

Εγώ ζορίστηκα. Δυσκολευόμουν να διαβάσω.
Η κυρία στην τετράδα διαγωνίως ζορίστηκε. Το είδα στο βλέμμα της.
Ο πιτσιρικάς πίσω μου, που δεν τον είχα δει, ζορίστηκε. Ναι, δεν μπορούσε να ακούσει τη μουσική που είχε επιλέξει να ακούσει, μέσα από τα super και μοδάτα ακουστικά του.

Εγώ δεν μίλησα. Η κυρία δεν μίλησε. Και ανέλαβε ο πιτσιρικάς να βγάλει τα κάστανα από τη φωτιά, με ευγένεια απαράμιλλη, με τρόπο ήρεμο και τόνο ήπιο, παραδειγματικό:
– Σας παρακαλώ, το χαμηλώνετε λίγο;
– Γιατί; Σε ενόχλησε;
– Μάλιστα κύριε, με ενόχλησε, διότι δεν μπορώ να ακούσω.
– Και η άλλη που μιλάει στο κινητό, δεν σε ενοχλεί; Άντε, μπράβο…

Δεν θα παραθέσω τον υπόλοιπο διάλογο. Αφενός δεν τον θυμάμαι, διότι κάπου μέσα του χώθηκα κι εγώ, αφετέρου είναι η ίδια η κατάληξη που τον καπελώνει. Ο εβδομηντάρης «κύριος» μουρμούρισε κάτι για το χάλι των νέων, χαμήλωσε ελάχιστα την ένταση και κάποιες μέρες μετά, εθεάθη στο ίδιο δρομολόγιο, με το ίδιο τρανζιστοράκι, στο χαρακτηριστικό αυτού volume. Για αυτοκριτική, τί λόγος; Είχε και δυνατή μουσική, πώς να την κάνει…

 

ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ 2

Σε υποδειγματικό ως προς την ομορφιά, την καλλιτεχνία, την κατάνυξη και την αλήθεια του εκκλησάκι στην Πλάκα, Κυριακή εν ώρα Λειτουργίας, σε μια στιγμή που και η ανάσα σου νομίζεις πως ταράζει την προσευχή που ίσως κάνει ο διπλανός σου, ακούγεται κλήση τηλεφωνική. Κανονική. Ηχηρή. Ο περί τα 70 ιδιοκτήτης του, σηκώνει το κινητό του, μιλά κανονικά, συνεννοείται, κανονίζει, το κλείνει. Έχουν προηγηθεί και άλλες κλήσεις, παρόμοιες, παρόμοιων τηλεφώνων, που απλώς αφέθηκαν να σβήσουν μόνες, προκαλώντας μονάχα μια μικρή ταραχή στις τσάντες και στα μανίκια των κυριών τους. Όλες, μετά βεβαιότητας, άνω των 65.

Αργότερα, στο σχόλασμα, έρχεται και η συγγνώμη. Όχι από τους αφεντάδες των κινητών, αλλά από τον 45άρη ιερωμένο. Μια συγγνώμη σιγανή και με παράπονο, επειδή αναγκάζεται να παρατηρήσει ανθρώπους που κουβαλούν περισσότερα χρόνια από αυτόν, μα δεν συναισθάνονται το αυτονόητο. Να χαμηλώσουν το κινητό τους εισερχόμενοι στο ναό, όπως τους ζητά το ευγενικό χαρτί στην πόρτα ή έστω, όταν ακούσουν πως το κινητό του δίπλα χτύπησε, να ελέγξουν ξανά το δικό τους, μπας και σαν άνθρωποι το ξέχασαν.

Στα πηγαδάκια του καφέ, ανάμεσα στα σουσάμια των τραγανών κουλουριών, πέφτουν και τα σχόλια για τον περίεργο παπά. Όχι από τον τύπο με τα ράστα μαλλιά και την κοτσίδα. Από τον «κύριο» των 70 ετών.

ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ 3

Επεισόδιο ή φιλμ μιας ζωής; Μέρες τώρα, είτε με προτροπή, είτε με διάγγελμα, είτε με ιατρική παρέμβαση, είτε με επιστημονική επισήμανση, μια κοινωνία ολόκληρη παρακαλείται να μείνει στο σπίτι της. Να κινηθεί με σύνεση, να αψηφήσει την Άνοιξη που της τρυπά το μυαλό και το τζάμι, να μείνει στατική, να πατήσει φρένο και να εμποδίσει την εξέλιξη για όσο χρειαστεί, προκειμένου να προστατευτεί από έναν ιό το πιο ευπαθές κομμάτι της. Οι ηλικιωμένοι και οι άνθρωποι που ασθενούν. Και είναι τώρα που στους άδειους δρόμους, στα άδεια μαγαζιά και στο παραμέρισμα των πολλών, διακρίνονται οι λίγοι που είναι όμως αρκετοί για να τους επισημάνεις. Άνθρωποι ηλικιωμένοι που βολτάρουν ανεύθυνα, αυθάδικα, χωρίς μάσκα, χωρίς κασκόλ μπροστά στο στόμα, χωρίς κάποια αίσθηση προσοχής που θα την καταλάβαινες αν υπήρχε, χωρίς γάντια και κυρίως, χωρίς σεβασμό, ενόσω εσύ επίτηδες κλείνεσαι σε αυτήν την πρωτόγνωρη καινούργια φυλακή, για να τους προστατέψεις.

Είναι η τρίτη φορά μέσα σε λίγους μήνες που με ενοχλεί τόσο, η απουσία σεβασμού από ανθρώπους που κατά κανόνα τον απαιτούν. Ανθρώπους άνω των 70. Μα, ο σεβασμός κατακτιέται, δεν επιβάλλεται. Κοινότυπο, μα και πως αλλιώς το να πεις; Κάθε εικοσάρης με σκισμένο παντελόνι δεν είναι αυθάδης, όπως και κάθε κυρία που πάτησε τα 70 δεν γίνεται αυτομάτως κυρία. Κάθε έφηβος με σκουλαρίκι στη μύτη δεν είναι κωλόπαιδο, όπως και κάθε ηλικιωμένος δεν είναι a priori άξιος σεβασμού. «Σέβομαι τα χρόνια σου» λέγανε σε διαλόγους παλιούς, όμως σημασία δεν έχει να σέβομαι τα χρόνια σου, αλλά να σέβομαι εσένα. Ο σεβασμός στα χρόνια γειτνιάζει με τον οίκτο και με τον οίκτο, ουδέποτε χτίστηκαν ή θα χτιστούν σχέσεις αληθινές.

Φωτογραφία: Μίλτος Κουρμπόγλου