Κάτω απ’ τη μαρκίζα
Τη δεκαετία του ’80 τοποθετήθηκε κάπου στη μέση της οδού Αλεξάνδρας μια μαρκίζα.
“το σπίτι της τυρόπιτας”, έγραφε.
Δίχως τόνους. Δίχως κεφαλαία γράμματα. Με τη γραφιστική τέχνη του τότε που μοιάζει κάπως με τ’ ανορθόγραφα κι ασύντακτα μηνύματα του σήμερα.
Μόνο που τότε ήταν τέχνη.
Το σπίτι της τυρόπιτας είχε για στέγη του μια αφράτη σφολιάτα και πουλούσε φρέσκιες τυρόπιτες στους περαστικούς. Εργάτες ξυπνημένοι από νωρίς, αστυνομικοί από απέναντι, δικηγόροι παρ’ Αρείω Πάγω, νοικοκυρές που ησυχάζαν τα παιδιά, παιδιά που τα κέρασε η μαμά και ησύχασαν, ένα κοριτσάκι που πήγαινε στο σπίτι του μπαμπά του, Σάββατο πρωί, στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου, δίχως ζώνη.
Απροστάτευτο.
Τα αυτοκίνητα του τότε, δεν είχαν και πίσω ζώνες.
Το σπίτι της τυρόπιτας έκανε τις πιο νόστιμες τυρόπιτες του κόσμου και το ήξερα από τότε, παρόλο που τις δοκίμασα τώρα. Μπήκα στο μαγαζί διστακτικά, με χαμόγελο αδικαιολόγητο γι αγουροξυπνημένη Δευτέρα.
Κοίταξα το εσωτερικό που δεν το είχα δει ποτέ από κοντά. Κοίταξα τη βιτρίνα που ήταν γεμάτη σφολιάτες.
Κοίταξα πως ν’ ανοίξω τη συζήτηση.
“Αυτή την ταμπέλα που έχετε, την βλέπω από μικρή… μην την αλλάξετε…”….
Ο μπαμπάς χαμογέλασε.
Χαμογέλασε κι ο γιος.
Οικογενειακή επιχείρηση.
Ζεστά χαμόγελα.
Ζεστή τυρόπιτα.
Βγήκε κι η μάνα από το βάθος. Για να με καθησυχάσει;
“Δεν υπάρχει περίπτωση να την αλλάξουμε”, μου είπε και με κοίταξε στα μάτια.
Ησύχασα.
Το σπίτι της τυρόπιτας θα παρέμενε στο πόστο του. Με την αφράτη του σφολιάτα για στέγη, να προφυλάσσει απ’ τις βροχές την παιδική μου ηλικία. Το σπίτι μου που στέκει πλάι – πλάι με το σπίτι του μπαμπά.