Επιστροφή από το Χωριό
- Δημοσιεύτηκε 2011
- ΚΑΣΤΕΛΙΩΤΙΚΑ ΝΕΑ
Κουμπώνομαι ως το λαιμό. Σφίγγω τη ζώνη, κατεβάζω το σκουφί, καλύπτω τα απροστάτευτα αυτιά μου. Ξεχύνομαι στην Πανεπιστημίου.Πριν μέρες ψυλλιαζόμουν άνοιξη και βεβαιώνομαι πως έπιασε χειμώνας. Μάρτης του ιχθύ. Διπλός κι αναποφάσιστος. Με προβληματισμό. Το έργο ήτανε βαρύ, αλήθεια. Μια μάνα σε απουσία, μια μεγάλη αδερφή να αναλαμβάνει το ρόλο και δυο ανήλικα παιδιά να μεγαλώνουν. Όλα νοτισμένα φτώχεια και τοποθετημένα σε επαρχία της Αμερικής. Δράμα δίχως λύση, δηλαδή. Αν ήτανε σε ελληνι κή επαρχία θα ήταν καλύτερα; Θα ήτανε τουλάχιστον πιο ωραία. Δεν θα ακουγότανε απαίσια country μουσική, μα ένα οποιοδήποτε δημοτικό τραγούδι. Βαδίζω γρηγορότερα, να φτάσω σπίτι, να προλάβω ύπνο. Με περιμένει ξύπνημα πρωινό. Ταξίδι. Καστέλλια, Γραβιά, Βάργιανη. Σαββατοκύριακο στη Ρούμελη. Στο γυρισμό θα κόψουμε από Λιβαδειά.
Προς Μπράλο υπαγορεύει ο χάρτης. Εθνική οδός άδεια. Κάμπος γεμάτος αποχρώσεις καφέ. Πόσες υπάρχουν! Χώμα παντού. Ούτε καταχείμωνο να είναι όλα άσπρα, ούτε άνοιξη να είναι όλα πολύχρωμα, ούτε φθινόπωρο να είναι όλα μοβ και μπορντό. Γυμνά κλαδιά ζωγραφίζουνε γραμμές στον ουρανό. Σαν μολυβάκι, που το κράτησε χέρι παιδιού, αφηρημένα, κι έκανε σχέδια στο γαλάζιο μουσαμά. Κοπάδια κυπαρισσιών ξεπετάγονται εκεί που δεν το περιμένεις. Εκκλησάκια γενούν πλατείες ανύπαρκτων κοινωνιών. Στη μέσα του πουθενά, χωρίς τίποτα άλλο να υπάρχει. Ζεσταίνει η πίστη τελικά, κι ας λείπουν όλα από τριγύρω. Εστία και σημείο αναφοράς. Να στρίψουμε γράφει ο χάρτης. Μία κατσίκα με κοιτάζει μες τα μάτια.
Πέτρινα σπίτια μας υποδέχονται στη Γραβιά και ο κυρ Ηλίας με το κλειδί του ξενώνα. Πουθενά δεν βλέπω τα απαίσια σπίτια από λαμαρίνα που έδειχνε χθες η ταινία. Ακόμα και τα λιγότερο όμορφα, τα τσιμεντένια, έχουνε μέσα τους το όνειρο. Να χτίσουν από πάνω. Να βάλουν κεραμίδι. Να γίνουν κάτι άλλο, καλύτερο. Έχουνε βάση. Ρέμα που τραγουδάει μού εξαφάνισε το λογισμό. Υγρό στοιχείο θανατώνει τη σιωπή. Ψωμί χωριάτικο και χόρτα άγρια, πικρά. Καταβροχθίζω και την ψίχα, μού λαδώνονται τα δάχτυλα, μυρίζουν λαχανοντολμάδες στην κουζίνα. Μυρίζει χοιρινό σε τηγανιά και κάτι σε κοκκινιστό, νομίζω. Μυρίζουνε αναπνοές τζακιού. Φευγαλέα υποψία άνοιξης. Χαμομήλι, μαργαρίτες, όχι πολλές, δυο τρεις, φτάσανε μόλις μουσαφίρηδες στην διπλανή αυλή. Αυτά τα λουλούδια είναι συ-νέχεια το ένα του άλλου. Μάνα και κόρη ή μπαμπάς και γιος; Άσπρο και κίτρινο το DNA, και στα δύο. Πιατάκι με τηγανιτές πατάτες. Καίνε πολύ.
Χορταίνω θέα, βουνίσια. Όσο ανεβαίνουμε υψόμετρο, χορταίνω και λευκότητα στο μάτι. Στη Βάργιανη είχε χιονίσει. Λιώνει η λιακάδα τα υπολείμματα του πάγου. Τα ακούς που πέφτουν, με απόγνωση. Δεν μπορούσαν άλλο να κρατηθούν απ’ τις σκεπές. Σε αμερικάνικη ταινία ο ήρωας θα κρατιόταν με το ένα χέρι, για πόση ώρα. Αηδίες. Χορταίνουνε περπάτημα τα γούνινα μποτάκια. Χορταίνουνε νερό από πηγές, τα χέρια. Χορταίνουνε γιαούρτι με όλα του τα λιπαρά, οι γλώσσες. Στέρεο σχεδόν, με μέλι και καρύδια. Χορταίνουνε κρυάδα τα μάγουλα. Χορταίνουνε γαλήνη οι ανάσες; Αυτό δεν χορταίνεται. Χορταίνουνε ζωή οι ώρες, τα λεπτά. Εγώ που δεν προλαβαίνω κι εδώ μου περισσεύει χρόνος. Πίνω καφεδάκι, ξεφυλλίζω βιβλία με το πάσο μου, φωτογραφίζω άδεια ποτήρια σε ξύλινα τραπέζια. Αναλογίζομαι το μεγαλείο του νερού. Όπου κυλάει, ρέει ζωή. Ένα ρυάκι, αφορμή να τρέξει κάτι. Ένα ποτάμι, αιτία χωριού. Γιατί να πας να το χτίσεις κάπου που δεν υπάρχει; Το χτίζεις γύρω του.
Μια γέφυρα ενώνει και χωρίζει. Πέρα Καστέλλια και Δώθε. Κόλλυβα μασουλάω από ντόπιο μνημόσυνο. Ξένο. Πού να με έβλεπε η μαμά να αρχίσει τις φωνές. Είναι επικίνδυνα όταν δεν ξέρεις ποιός τα φτιάχνει. Γυναίκα του χωριού τα έφτιαξε, κανένας κίνδυνος. Τα μουστάκια μου γεμάτα ζάχαρη άχνη. Όλα αγνά όταν προσφέρονται από χωριάτικα χέρια. Νόστιμα. Όλα καθαρά, νοικοκυρεμένα. Όχι σαν τη βρωμιά που έδειχνε χθες το φιλμ. Με σημάδεψε τελικά αυτό το έργο. Εντάξει, η σκληρότητα της επαρχίας, όμοια παντού, μπορεί να της γίνει όμως και κάποια ένεση ομορφιάς. Είναι η παράδοση που λείπει, είναι τα χρόνια που είναι λίγα στην Αμερική, είναι η συνέχεια που κόβεται απότομα και δεν έχει να συνεχιστεί στο βαθύ παρελθόν. Εδώ, και στο πιο ταπεινό σπιτάκι θα υπάρχει ένα κέντημα να στολίσει το τραπέζι, ένα υφαντό να ζεστάνει τον τοίχο. Ίσως και σε άλλες ευρωπαϊκές επαρχίες, τις φέρνω τώρα στο νου μου από ταινίες, ιταλικές, γαλλικές, ακόμα και πιο βόρειες. Θα υπάρχει ένα σπίτι ζεστό, κι ας μην είναι πλούσιο. Θα υπάρχει ένας κήπος γεμάτος ελπίδα, μία μπουγάδα που θα ευωδιάζει στον αέρα, κι ας είναι φθαρμένες οι ραφές της. Στο γυρισμό είναι όλα πιο γεμάτα. Τσάντες με χυλοπίτες και χειροποίητα ζυμαρικά. Το ντεπόζιτο με βενζίνη. Το στόμα μας με γεύση σκόρδου. Σιγά μην δεν τρώγαμε σουβλάκι με απ’ όλα. Διαβάζω δυνατά φυλλάδια που συλλέξαμε. Η μάχη, οι Τούρκοι, ο Οδυσσέας Ανδρούτσος, η ιστορία. Η ιστορία. Μόνο. Αυτή είναι η λέξη. Βουίζουνε παράσιτα στο αυτί μας. Δεν πιάνει ραδιόφωνο, ούτε σταθμοί της Αθήνας, ούτε τοπικοί. Η Ειρήνη με κοιτάζει πονηρά πριν βάλει το cd να παίξει. Σου έχω κάτι που μας πάει γάντι. Με κάνει πάντα να χαμογελώ αυτό το πλάσμα.
…honey-honey…let me feel it…
Στο Χάνι δεν ήμασταν; Καλά τα λέει.
….honey-honey…how you thrill me…
Στιγμιαία ενοχλούμαι που χώθηκε λέξη αμερικάνικη σε κάτι τόσο ελληνικό, μα ξανασκέφτομαι νηφάλια το πράγμα κι ηρεμώ. Οι Abba που το τραγουδούν είναι ευρωπαίοι κι από την ηλιοροφή του smart, λάμπει ότι πιο φωτεινό και αισιόδοξο υπάρχει. Η ελληνική μαρτιάτικη λιακάδα.