Εμμονές στην Πράγα
- Δημοσιεύθηκε ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ 2007
- Voyage Magazine
Με δύο εισιτήρια στο χέρι κι ούτε καν ολόκληρη τσάντα. Ταξιδεύω. Β᾽ θέση. Σε δυο θέσεις. Η μία δική μου. Η δίπλα δική σου. Θα ήταν. Αυτή στο παράθυρο που αγαπάς. Βγάζουν μάτι τα δύο σίγμα στο όνομά μου. Και στο δικό σου. Τυχαίο; Με λατινικούς χαρακτήρες, να ᾽χουν περισσότερες καμπύλες, να ´ναι λιγότερο αιχμηρή η σύμπτωση: Πτήση Β – 222, Δευτέρα 22 Δεκεμβρίου. Αθήνα – Πράγα. Αλέ ρετούρ, δύο διαδρομές, και πήγαινε και έλα, με επιστροφή στις 2 του Γενάρη.
Δύο σειρές μπροστά μου, δεύτερη θέση από το διάδρομο, επιβάτης παράξενος. Διαφορετικός. Διφορούμενος. Τζαζ ή κλασσική μουσική; Ένα βιολοντσέλο σε μαύρη θήκη, δεμένο με μαύρη ζώνη για προστασία. Έτοιμο για ταξίδι.
– Έχετε πληρώσει και δεύτερο κανονικό εισιτήριο; Αναρωτιέμαι…
– Φυσικά. Πως αλλιώς; Πιάνει ολόκληρη θέση εξάλλου.
Χαμογελώ στο μουσάτο μουσικό. Είτε τζαζ, είτε κλασικός, και στα δύο έχει ταλέντο αυτή η πόλη. Αφήνω άλυτο το δίλημμα, να ᾽χω να σκέφτομαι. Πράγματα που δεν με αφορούν, για να ξεχνώ τ´ άλλα, που μ´ αφορούν και μ᾽ υποφέρουν. Θα έπρεπε να είσαι εδώ. Παρέα σφηνώσαμε την πινέζα στο χάρτη για τα φετινά Χριστούγεννα. Τυχερός ο καλλιτέχνης που ´χει συνεπιβάτη σύντροφο. Εγώ περιπλανιέμαι μονάχη, μα δεν θα το ακύρωνα για κανένα λόγο. Όπως και να ᾽χει, το ταξίδι έχει σημασία. Κι οι δυο μας δεν το λέγαμε; Σχεδόν στη μέση της απόστασης μεταξύ δύο κεφαλαίων Β: Βερολίνου και Βιέννης. Έχω πιει δυο καφέδες φίλτρου κι η αεροσυνοδός δύο φορές με οδήγησε στο πεντακάθαρο wc. Δίωρη περίπου η πτήση. Στρογγυλοποιείται ο χρόνος αναλόγως με τι συνορεύει. Τα περάσαμε τα σύνορα. Σχετικός πάντα ο χρόνος. Κιόλας στροβιλίζομαι στην Πλατεία της Παλιάς Πόλης. Κοιτάζω κατάματα το χρόνο στο αστρονομικό ρολόι και πάλι, τη σωστή στιγμή δε διακρίνω. Ποιός άραγε μπορεί; Εσύ; Άλλοι δείχτες μετρούν με το παλιό σύστημα της Βοημίας, από το ηλιοβασίλεμα ξεκινώντας. Πάντα κάτι δεν ανατέλλει, όταν κάτι άλλο δύει; Άλλοι με το βαβυλωνιακό, δώδεκα ώρες που ποικίλλουν ανάλογα την εποχή του χρόνου. Μόλις το άρπαξε τ᾽ αυτί μου απ᾽ τις γερμανικές συλλαβές μιας ξεναγού. Μήπως όντως δεν προσθέτουν ποικιλία στο χρόνο οι εποχές;
Καταχείμωνο στα ρούχα, στη θερμοκρασία, δύο βαθμοί υπο το μηδέν. Ελάχιστα κουβαλώ. Δυο αλλαξιές εσώρουχα, δύο μάλλινα κασκόλ, δύο ζευγάρια γάντια μήπως βραχεί το ένα. Μεγαλοπρεπές το πεζοδρόμιο μέσα απ᾽ τον πάγο που κρυστάλλωσε. Σαν μινιατούρα Βοημίας που στολίζει βιτρίνα. Ένας swarovski μικυ μάους, μία πανάκριβη διάφανη πεταλούδα, μία ολόκληρη συμφωνική ορχήστρα μαζί με το μαέστρο της. Την παζαρεύω για αγορά μα η τιμή ακατέβατη. Θα πάω καλύτερα να παρακολουθήσω ζωντανή ορχήστρα, οπουδήποτε. Προτιμότερο έτσι κι αλλιώς το ζωντανό απ᾽ την αποτύπωσή του. Καλύτερη η αληθινή διάσταση απ᾽ τη μικρογραφία. Ηχούν εκκλησιαστικό όργανο τα πολύχρωμα βιτρό. Νέοι με σκουφιά, επίμονα με ενημερώνουν για αποψινές συναυλίες. Οι σκηνές έργα τέχνης, τα θέατρα μεγαλειώδη, οι όπερες αριστουργήματα. Ανυπομονώ να διαλέξω. Να τα χωρέσω όλα, να τα δω όλα. Μάγος να γινόμουν, το χρόνο να βάλω σε μπουκαλάκι, μήπως και μπορέσω όλα να τα προλάβω. Να γεμίσω τις ώρες μη μου φανεί το άδειασμα. Ζεσταίνω τα δυο μου χέρια στο φλιτζάνι του τσαγιού. Γεύση διπλή, τριαντάφυλλο και κανέλα, ποικιλία χριστουγεννιάτικη. Μόλις μου σταξαν δύο σταγόνες στα παπούτσια. Προσπερνώ τα στενόχωρα ζαχαροπλαστεία, σχεδόν τρέχοντας. Από παντού παραλλαγές ζαχαρένιας μυρωδιάς, από παντού μελωδίες, των δυό τους. Ντβόρζακ και Μότσαρτ. Ο ντόπιος, κι αυτός που έγινε ντόπιος. Νότες αυτού που γεννήθηκε στην πόλη κι αυτού που ξαναγεννήθηκε σ᾽ αυτήν. Στα 31 του ο Μότσαρτ φτάνει στην Πράγα και κάνει μύθο τον Ντον Τζιοβάνι. Στα 31 μου φτάνω στην Πράγα, να απομυθοποιήσω εσένα. Μπουκώνομαι φρεσκοβρασμένα λουκάνικα ξάπλα σε αφράτο ψωμί, παραδοσιακά dumplings με βατόμουρο, strudel μήλου. Δύο δύο τα καταβροχθίζω. Δεν πεινούσα.
Θέλω να ταξιδέψω. Ταξιδεύω ήδη, μα θέλω κι άλλο. Να φύγω θέλω. Μακρυά σου. Τρυπώνω στο τελεφερίκ. Από το 1891 λειτουργεί, μου το προλαβαίνει γέρικη φωνή σε σπαστά αγγλικά. Σε βάθος υποψιάζομαι τη θέλει να πει. Όσο πιο πίσω πάρεις φόρα, τόσο πιο μπροστά πας. Όσο πιο χαμηλά πέσεις, τόσο πιο ὐψος τελικά κερδίζεις. Όλα φαίνονται ξεκάθαρα από ψηλά. Παρόλο που το χιόνι έχει σκεπάσει και τους 100 τρούλους της πόλης, και τα πολυάριθμα κάστρα, και τις αμέτρητες κορφές τους, και τα δεκάδες μουσεία. Παρόλο που από κει πάνω δεν βλέπω τα μικροσκοπικά σπιτάκια στο Χρυσό Σοκάκι. Ζλάτα Ούλτσικα – διπλό το όνομα. Ο Κάφκα διαβάζω, έμενε στο νούμερο 22. Κι εγώ 22 γεννήθηκα. Το 2ο μήνα. Όλα το δύο φλερτάρουν, ενοχλητικά. Κι εσύ λείπεις για να το σχηματίσουμε. Δύο Κ, του Κάφκα, του Κούντερα, δύο οι ήρωες, Καζανόβας, Φάουστ, δύο ρίζες, Τσέχοι, Σλοβάκοι, δύο τα πρόσωπα, αγγελικά όμορφα ή αποκρουστικά αγριεμένα, δύο οι πραγματικότητες, τότε, τώρα, κομμουνισμός, καπιταλισμός. Ξύλινες μαριονέτες θυμίζουν πως τέχνη γεννιέται κι από φτηνά υλικά, δίπλα ακριβώς από πανάκριβες μάρκες διεθνούς ρουχισμού. Δύο οι ρυθμοί, γοτθικός ή μπαρόκ. Δύο φορές χτισμένη η αναποφάσιστη πόλη. Και ροκοκό προσθέτει. Ικανοποιημένη και γεμάτη, αρνείται να απαντήσει οριστικά σε διλήμματα. Χρειάζεται; Δύο επιτήδιοι πορτοφολάδες τρέχουν με τη λεία τους. Δύσκολο να διασχίσεις τη Γέφυρα του Καρόλου. Κόσμος ανακατεμένος, αλλοπρόσαλος, σπρώχνεται. Γιορτές. Στολίδια προς πώληση. Περίπτερα με πραμάτια που αργεί τα βήματα. Ανδρών, με κάλτσα αθλητική λευκή και πέδιλο δερμάτινο. Στο κρύο δεν χωρά κοκεταρία. Γυναικών, γυμνά με πέδιλο ανοιχτό και στρας στο δέσιμο. Χωρά κοκεταρία και στο κρύο τελικά. Δύο αλήθειες ειπωμένες ταυτόχρονα.
Ανοίγω δεύτερη μπύρα. Ξανθή πριν, σκούρα τώρα. Δύο ώρες και κόλλησα ήδη συνήθειες της πόλης. Δύο μέτρα μακρυά η πλάτη του βιολοντσελίτσα απ᾽ το αεροπλάνο. Στηριγμένη νωχελικά στον ξύλινό του σύντροφο. Δεν έχω κάπου εγώ να στηριχτώ. Σκύβω στην κουπαστή να ζωγραφίσω το είδωλό μου στο νερό. Κοκκαλωμένα δάχτυλα πλανόδιου σκιτσογράφου ζωγραφίζουν εμένα. Ανοιχτά μπροστά τα γάντια του και μπάζει κρύο. Πάντα κάτι μπάζει όσο αφήνεις ανοιχτά. Κι οι αναμνήσεις κάτι βρίσκουν ανοιχτό και τρυπώνουν. Πληρώνω με δύο τσαλακωμένα χαρτονομίσματα. Σκύβω να παραλάβω. Απότομο φύσημα τσέχικου αέρα, δωρίζει στο σκοτεινό Μολδάβα το σοβαρό μου πορτρέτο. Μαζί με δύο νιφάδες χιονιού. Απόμεινε στο αριστερό μου χέρι η ανφάς καρικατούρα. Εγώ διαλέγω, έτσι κι αλλιώς, ποια θα κρατήσω κάθε φορά, κι ας είναι δύο οι όψεις μου. Εμμονή μου έγινε τούτος ο αριθμός. Και τα μ … κοίτα να δεις … δύο μέσα της.