Προσωρινά
- Δημοσιεύθηκε ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ 2019
- Site εξιτήριον
Eξ αρχής το γνώριζε. Το είχε καθορισμένο. Δεν επρόκειτο να μείνει για πάντα εκεί πέρα ούτε για πάντα επρόκειτο να κάνει εκείνη τη δουλειά. Για έναν χειμώνα, μόνο. Για μια σεζόν. Ώσπου να μαζευτούν τα χρήματα και να αποπληρωθεί το τροχόσπιτο. Αυτό που πήγε κι έστησε λίγο έξω απ’ το χωριό. Στο σημείο που πυκνώνουν τα δέντρα.
Ήταν ήσυχο βράδυ, για να γίνει ήσυχα ο ερχομός. Ήταν Φθινόπωρο, για να πάρει η μορφή της κάτι το άχρωμο, κάτι το μουντό, κάτι το γκρίζο. Ένα βράδυ σαν όλα, για να μη δημιουργηθεί κάποια αλλιώτικη εντύπωση. Ένα βράδυ, μόνο. Τόσο χρειάστηκε για να στηθεί το ιδιότυπο αυτό σπιτικό. Στην έξω του μεριά πράσινο, μάλλον για να μοιάζει στο δάσος. Στα παράθυρα τριγύρω λευκό. Η πόρτα κόκκινη. Κόκκινο του κρασιού. Βαθύ. Κρασί ζεστό έγραφε και στα πλευρά του, στο πλάι, στη μεριά του έμπα του.
Το εντός μύριζε πάντοτε κρασί. Κρασί που σιγόβραζε από τη στιγμή που έπεφτε ο ήλιος και το τοποθετούσε επάνω στη φωτιά μαζί με ένα ξυλάκι κανέλας, με δύο κουταλιές ζάχαρη και με γαρύφαλλο τρία καρφιά. Μετά τη πρώτη βράση του έριχνε μέσα και ένα μπαχάρι σφαιρικό, για να παραδοθεί μαζί του στη δίνη και τους στροβιλισμούς.
Δεν αργούσαν οι πελάτες. Ίσα που είχε γίνει το κρασί και της χτυπούσαν την πόρτα. Άλλος δύο φορές, άλλος τρεις, άλλος μία, συνθηματικά και με ντροπή, άλλος πολλές, με ανυπομονησία για να μην αργήσει. Δεν άργησαν οι πελάτες. Από την αρχή κοπιάσανε. Αμέσως. Τι ζεστό κρασί να ήταν εκείνο; Συνήθιζαν να πίνουν στα μέρη τους και μάλιστα αρκετά, αλλά σε θερμοκρασία μέτρια, αυτή του βαρελιού. Στην απόχρωση που έχει το κάτουρο. Κάπως πορτοκαλί, κάπως κιτρινωπό, όχι σαν το δικό της. Οίνος που ματώνει η δουλειά της…
Οι πιο συχνοί, προέρχονταν από την παρέα των μουσουλμάνων. Χώνονταν στο σπίτι σκυμμένοι στο γιακά τους και σκυμμένοι πάλι έβγαιναν από αυτό. Μονάχα μέσα στο τροχόσπιτο σήκωναν κεφάλι. Κοιτούσαν κατά τη μεριά της κουζίνας, ρουφούσαν με μανία και μεθούσαν απ’ τον ήχο του χωχλάσματος. Από την απαγορευμένη ευωδιά. Γεύση αμαρτίας. Το να τη ρίξουν στο κρεβάτι φάνταζε διαδικαστικό, σχεδόν. Σχεδόν εξ ανάγκης. Είχαν γυναίκες αυτοί. Από δύο κι από τρεις ο καθένας, δεν ήταν αυτό που τους έλειπε. Το κρασί της είχανε ανάγκη. Πιότερο γι αυτό μπαινοβγαίναν εκεί μέσα. Μέσα της. Άλλος με δύναμη, άλλος με λύσσα, άλλος αργά, άλλος γρήγορα. Όλοι τους μονότονα. Με τον ίδιο κι απαράλλαχτο τρόπο με τη προηγούμενή τους φορά, θαρρείς για να μπορούν να ξεχωρίζονται κάπως. Αλλιώς, πώς; Τα ρούχα τους παρόμοια, οι μούρες τους κοινές, η αίσθησή τους απροσδιόριστη και σφαλισμένα πάντοτε τα μάτια της την ώρα της δουλειάς, ν’ ανοίγουνε στο σχόλασμα μονάχα. Στη πληρωμή. Κανείς εκείνη τη στιγμή δεν άπλωνε το χέρι του επάνω της. Όλοι στο κρεβάτι ή στο κομοδίνο την ξοφλούσαν.
Δεχόταν άνδρες από όλα τα γύρω χωριά, ακόμα και από τη γειτονική κοινότητα. Δημόσιους υπάλληλους από την κωμόπολη, με βαρεμάρα στο βηματισμό και στο βλέμμα. Το γεωπόνο με το καστανό μουστάκι, το δάσκαλο με τη φαλάκρα, το γιατρό που ήταν ανύπανδρος από επιλογή, μα πάντα του αγριεμένος.
Οι χτίστες γκρέμιζαν τη γαλήνη της νύχτας με το πρωτόγονο, αλβανικό μουγκρητό τους. Οι αγρότες είχαν χέρια τραχιά και άγαρμπα κορμιά. Οι κτηνοτρόφοι είχαν βιάση στην κίνηση και αγωνία στο βλέμμα. Βία. Το χωριό μικρό, ο δρόμος στενός, η διαδρομή που έπρεπε να κάνουν από τις δουλειές τους για το σπίτι, πολύ συγκεκριμένη. Να τους θωρούσε κανά μάτι, θα βρίσκανε μπελά. Δυο απ’ αυτούς ήταν σώγαμπροι κι οι περισσότεροι σωστοί και τίμιοι νοικοκυραίοι που για κανέναν λόγο δεν θα έπρεπε να δώσουν δικαίωμα. Καλύτερα να τελειώνανε γοργά και να επιστρέφανε νωρίς. Οι φαντάροι, αντιθέτως, άνετοι και δίχως άγχος. Είχαν το χρόνο δικό τους. Μπροστά τους το βράδυ. Τη ζωή μπροστά.
Έρχονταν ξένοιαστοι. Με το χαρτί της εξόδου στην κωλότσεπη και την ελευθερία τους να ξεκουμπώνεται μαζί με τη λαγνεία, στο έβγα της στολής. Είχαν άνεση. Είχαν απαιτήσεις. Άλλος καθιστή να την έχει, άλλος ανάσκελα, άλλος μπρούμυτα, άλλος όρθια για να φύγει αμέσως, να πάει για διασκέδαση.
Ένας τη θέλησε για ολόκληρο το βράδυ. Δική του διασκέδαση. Κανενός πριν, κανενός μετά, οπότε έπρεπε οι υπόλοιποι να στριμωχτούν κάπου στο περασμένο χθες ή να χωθούν αναπάντεχα στο μετέπειτα αύριο. Έπρεπε και η ίδια τελικά να στριμωχτεί. Ένα ολόκληρο βράδυ είναι ώρες πολλές. Ώρες πολλές για να μην αλλάξουν αίσθηση οι αισθήσεις, την ώρα που θα ολοκληρωνόταν η βάρδια. Ο συγκεκριμένος φαντάρος τύχαινε εξοδούχος μία ή το πολύ δύο φορές τον μήνα. Τύχαινε το ίδιο πάντοτε να θέλει. Αποκλειστικότητα. Άγουρος, όμορφος, από σπίτι με λεφτά. Θα μάζευε έτσι γρηγορότερα τα λεφτά του τροχόσπιτου και θα έφευγε μία ώρα αρχύτερα από εκείνο το μέρος. Θα πήγαινε αλλού ν’ αράξει. Σε κάποιον άλλο Νομό.
Το πέτυχε αυτό κάποιους μήνες μετά, στην έναρξη επάνω του καλοκαιριού. Τα χρήματα κατατέθηκαν στον λογαριασμό της εταιρείας την πρώτη Δευτέρα του Ιουνίου. Όλα ηλιόλουστα, όλα λαμπερά, όλα αισιόδοξα. Ο χειμώνας παρελθόν, η άνοιξη στις αποσκευές και το γκάζι στην Εθνική Οδό για το ταξίδι στη νέα εποχή. Στο χώμα πίσω, ένα ορθογώνιο ίχνος εγκατάλειψης. Πατικωμένη γη από βάρος ασήκωτο. Αποτύπωμα που με τον αέρα, τη βροχή και τον καιρό, θα εξαφανιζόταν.
Κάπως έτσι, με τον αέρα, τη βροχή και τον καιρό, θα εξαφανιζόταν από το χωριό και κάθε κουβέντιασμα για εκείνην. Ποια να ήταν στ΄ αλήθεια κι από πού να είχε έρθει; Ήταν όντως πόρνη ή το μόνο που έκανε εκεί μέσα ήταν να σερβίρει κούπες με ζεστό κρασί;
Τα αναπάντητα ερωτηματικά θα εγκατέλειπαν τις αυλές των σπιτιών προς το ξεκίνημα του Σεπτεμβρίου και κάπου εκεί, το θέμα στο χωριό θα έκλεινε οριστικά. Σε ένα άλλο όμως χωριό, σε εκείνο που θα άπλωνε ρίζες για τον καινούργιο εαυτό της, το θέμα θα άνοιγε για πάντα. Ποια να ήταν στ’ αλήθεια και από πού να είχε έρθει; Μήπως ήταν πόρνη; Μήπως κλέφτρα ή κυνηγημένη; Σίγουρα θα είχε κάτι μεγάλο να κρύψει.
Η κοιλιά της θα φούσκωνε μέρα τη μέρα σκεπάζοντας με τον όγκο της οποιαδήποτε απάντηση, φουσκώνοντας ταυτόχρονα και τη δική της μνήμη από την τελευταία βραδιά. Βραδιά που πέρασε μ’ εκείνον. Μόνο. Μόνοι. Ανεξέλεγκτοι και απροστάτευτοι τόσο, που το μέτρο χάθηκε και ξεπεράστηκε το όριο. Το φρένο έσπασε και έφερε την έκρηξη. Μα, όπως μια έκρηξη του σύμπαντος συμβαίνει χιλιάδες χρόνια πριν, όμως εμφανίζεται στα μάτια μας πολύ αργότερα, έτσι κι εκείνη η έκρηξη. Συνέβη πριν, στο μπλε υγρό σεντόνι του τότε που θύμιζε έντονα έναν τεράστιο και προαιώνιο ουρανό, όμως θα εμφανιζόταν πολύ αργότερα. Όχι στο σήμερα ή στο αύριο. Στο μετά. Για την ακρίβεια, σε λίγους μήνες…
Φωτογραφία: © ΚΩΣΤΑΣ ΚΟΥΡΜΠΟΓΛΟΥ