Μακεδονικόν μάθημα ευγένειας
Το μαγαζάκι της γωνίας είναι μαγαζί πραγματικά μεγάλο παρά το γεγονός πως δεν του περισσεύουν τετραγωνικά και ο ηλικιωμένος κύριος που αποτελεί την ψυχή του, έχει πραγματικό παράστημα, παρά το γεγονός πως στέκει πάντα σκυφτός.
Είναι τα χρόνια, είναι η δουλειά, είναι η στάση.
Αυτή κυρίως είναι, η στάση.
Έσκυψε στην ζεστή, αχνιστή βιτρίνα κι έκοψε την μπουγατσοτυρόπιτα που μόλις του είχα ζητήσει. Την τοποθέτησε προσεχτικά στην λαδόκολλα και ξεκινήσαμε να συζητάμε.
– Κάρτα να δώσω ή δεκάευρω; είπα.
– Δώσε ό,τι σε εξυπηρετεί, είπε.
– Για να μην σας πάρω τα ψιλά, είπα.
– Αν δεν τα πάρεις εσύ, θα τα πάρει κάποιος άλλος, είπε.
– Σωστά, είπα.
– Άσε που το δεκάευρω πια, ψιλά είναι, είπε.
– Έλα ντε, είπα.
Κι όσο είπα, κι όσο είπε, κι όσο έλεγα, κι όσο έλεγε, πλήρωσα με το δεκάευρω, πήρα τα ρέστα, έβαλα τα ψιλά στη μικρή θήκη του πορτοφολιού, έβαλα το χάρτινο πεντάευρω στην πίσω θήκη που βάζω τα χάρτινα, έβαλα μετά το πορτοφόλι μέσα στην τσάντα, έκλεισα το φερμουάρ της μικρής εσωτερικής θήκης (δεν ζει και ο Ψαθάς να σιγοντάρει την κατάσταση), έκλεισα το μεγάλο εξωτερικό φερμουάρ κι αφού ζαλώθηκα την τσάντα μου περνώντας και τα δύο λουριά στους ώμους, αναζήτησα την μπουγατσοτυρόπιτα και τότε το συνειδητοποίησα.
Την κρατούσε εκείνος στο χέρι του, τόσην ώρα. Δεν την είχε ακουμπήσει κάπου για την πάρω όταν ξεμπερδέψω με τα φερμουάρ και τις τσάντες.
Την κρατούσε εκείνος στο χέρι του, προσεχτικά. Χαμογελώντας, χωρίς βιασύνη ή δυσαρέσκεια στο βλέμμα, με υπομονή, περιμένοντάς με να τελειώσω με την ησυχία μου όσα είχα να κάνω, ώστε να την πάρω έπειτα στα χέρια μου και να την ευχαριστηθώ.
Αυτή η στάση είναι. Η στάση ζωής που δίνει το παράστημα. Που ξεπερνά κατά πολύ το “ξέρω τη δουλειά μου” και δεν είναι απλώς “εξυπηρέτηση πελάτη”.
Είναι ευγένεια.
Είναι ποιότητα.
Είναι γλυκύτητα.
Είναι κάτι πολύ ψηλό και πολύ ψιλό, που δίνει μια παραπάνω νοστιμιά στην μπουγατσοτυρόπιτα και στη ζωή.