Μία Ελλάδα στο Eindhoven
Eindhoven’s Airport, μεσημέρι, ώρα 1. Ώρες τέσσερις πριν απ’ την πτήση. Για να κάνουμε check in χωρίς άγχος, εγκαίρως, μια που ειδικώς για την πτήση μας, για λόγο ανεξήγητο, δεν υπήρχε δυνατότητα για e-check in. Μην ξεφτιλιστούμε και στους Ευρωπαίοι…
Συγκεντρωνόμαστε σε άναρχο μπουλούκι. Δίχως χωρίσματα που να ορίζουν μια ουρά, δίχως ανακοινώσεις διότι το έχουν silent εδώ το αεροδρόμιο, δίχως κάτι γραπτό να μένει, να γράφει το ρημάδι κατά που να κάνουμε εμείς που στις 5 και 5 πετάμε για Αθήνα – χαρά της γης και της αυγής.
Αναμονή. Και κάτι σαν ελπίδα. Δεν μπορεί. Κάτι θα ανοίξει, κάτι θα σαλέψει και για μας. Έχουμε ήδη γίνει παρεάκι οι Έλληνες και το ‘χουμε ρίξει στο κουβεντολόι να περνά η ώρα. Τα πιτσιρίκια μπροστά λένε για τις συνθήκες ζωής άμαν είσαι φοιτητής στην Κάτω Χώρα. Η κοπελίτσα πλάι έχει βρεθεί γνωστή με τον τύπο πίσω. Στο ενδιάμεσο όποιος ευκαιρεί, δίνει παρηγοριά σε μια γλυκιά κυρία γύρω στα 80, μισή ελληνίδα, μισή ολλανδέζα που έχει αγωνία η μισή χριστιανή, αν θα τα καταφέρει να πετάξει. Κάποια ωραία στιγμή κάτι φωτίζει στις οθόνες.
Aegean Businness, Aegean Λοιπά, κάνω να σηκώσω το πόδι το δεξί να πλησιάσω, να δω που πρέπει να πάμε, μα με προλαβαίνει κάτι γκρίζο, επιθετικό. Κυρία με γκρίζο κολλάν, γκρίζο μαλλί, γκρίζο στη σκέψη. Όλα γκρίζα από άποψη. Απ’ αυτές που έχουν κάνει καιρό στις Ευρώπες και ξέρουν.
– Στη σειρά σας, (μου λέει). Μη φέρουμε την Ελλάδα εδώ…
– Μα, (πάω να ξεστομίσω), δεν ήθελα να σας πάρω τη σειρά. Να διαβάσω τι γράφει, ήθελα. Δεν την πείθω. Το γκρίζο της, γκρίζο.
Καταφέρνουμε check in μετά από ολόκληρη ώρα και με το Boarding Pass στο χέρι, πάμε να πιάσουμε θέση στη σειρά για τον έλεγχο που, ω, αδύνατον, τι λε ρε φίλε, αποκλείεται, τί έγινε ρε μα…, μα δεν υπάρχει αυτό, κι όμως υπάρχει. Η ουρά τραβά κανά χιλιόμετρο κι εκτείνεται ως έξω απ’ το αεροδρόμιο, κάτω από τις τέντες. Τί χάλι είναι ετούτο, ρε; Εδώ, στη μέση του πουθενά, δίχως οθόνες που κάτι να γράφουν ισοφαρίζοντας αυτό που δεν ακούγεται ένεκα του silent, πως θα μαθαίνουμε τι γίνεται μέσα και πότε ανοίγει η πύλη μας;
Το ελληνικό παρεάκι έχει κάνει παράρτημα υπαίθριο. Σε αυτό εντάσσεται κάθε ελληνικό new entry. Τo ντεσιμπέλ του γέλιου ανεβαίνει. Ό,τι και να μας βρει θα είμαστε όλοι μαζί, μη νοιάζεστε. Το λέμε και στη μισή – μισή κυρία, το λέμε κι αναμετάξυ μας. Κάθε τρεις και λίγο, όλο και κάποιος αφήνει στους υπόλοιπους τις τσάντες του και πάει να μάθει νέα από μέσα. Πού μας ξέρει και μας αφήνει τις τσάντες του; Είμαστε Έλληνες.
– Ουδέν νεότερον από το μέτωπο.
– Τίποτα ακόμα.
– Τίποτα ακόμα.
Κοντεύουμε να βγάλουμε φλεβίτη και…
-Παιδιά, το fast track άνοιξε.
Ευθύς ανοίγει και το βήμα μας. Ο ένας πίσω από τον άλλον, έχοντας πάντα ο ένας το νου του στον άλλον, τρέχουμε fast για το fast track. Στα λόγια μόνον. Ποιό fast… Δύο πύλες μοναχά, προσπαθούν να εξυπηρετήσουν τους αμέτρητους κι οι εμπλεκόμενοι κάνουν τη δουλειά τους αργά, βασανιστικά, με χαρακτηριστική χρονοκαθυστέρηση, απάθεια και ομιλούντες μόνον oλλανδικά. Ξαφνικά. Παρόλο που τα ξέρουν τα αγγλικά από το νηπιαγωγείο.
Με τις ζώνες ανά χείρας, με τα αγόρια να βαστούν τα πατζάκια τους, με τα κορίτσια να τρέχουμε με τσάντες και παρατσαντάκια ανοιχτά και τους φορτιστές για κολιέδες, με την έγνοια όλων στη γλυκιά μισή – μισή κυρία που έχει πια λαχανιάσει, οδεύουμε σαν τους τρελούς προς την Πύλη 3.
Το αεροπλάνο έτοιμο να φύγει και μόλις επανέρχονται τα αγγλικά των υπαλλήλων. Not here, μας εξηγεί η ξανθούλα υποδεικνύοντας πως δεν περνάμε από εκεί που είναι η Πύλη 3 κι είναι άδεια, αλλά από παραδίπλα της που έχει και ένα διακοσάρι μέτρα ζικ ζακ πίσω απ’ την πλάτη της γιατί, έτσι είναι η τάξη. Αλίμονο. Μη φέρουμε την Ελλάδα εδώ…
Κοιτάζω πίσω μου, να δω μήπως απόμεινε κανάς έρμος που δεν πρόλαβε. Την αντικρύζω. Την γκρίζα κυρία με τα γκρίζα μυαλά. Με μια απόχρωση όμως στο πρόσωπο που της έχει ζωγραφίσει χαμόγελο και την αγωνία να προλάβει. Της γνέφω, τρέχουμε, προλαβαίνουμε, προλάβαμε.
Η πτήση δεν αργεί να απογειωθεί. Το τεταρτάκι της καθυστέρησης μας το εξαφανίζει ο πιλότος που θα μας προσγειώσει στην Αθήνα στην ώρα μας. Το μισό και βάλε αεροπλάνο είναι Έλληνες που καίγονται να πάνε στο wc, γιατί μην ξεχνάς, τόσες ώρες όρθιοι και δίχως να μπορούμε να φύγουμε από τη σειρά μας. Το μισό και βάλε αεροπλάνο είμαστε Έλληνες που φέραμε και πήγαμε την Ελλάδα στο Eindhoven. Όχι με τα αρνητικά της, μα με όλα της τα θετικά.