Η Φανέλα με το Νούμερο 4

📸EUROKINISSI / Klodian Lato
Η γαλανόλευκη φανέλα του Νίκου Γκάλη ανέβηκε σήμερα το απόγευμα στον ουρανό του ΟΑΚΑ για να μην ξαναφορεθεί, την ίδια στιγμή που εκείνος έσκυψε το κεφάλι του στη γη. Στο παρκέ. Όχι για να σκάσει τη μπάλα πριν από τις βολές, όπως συνήθιζε. Όχι για να συλλογιστεί το επόμενο παιχνίδι. Για να κλάψει.
Δεν είμαι εγώ σε θέση να αναλύω μπάσκετ, μα ίσως μπορώ να πιάσω μία θεσούλα στην κερκίδα και να παρατηρήσω το καλάθι. Της ζωή το καλάθι. Αυτό που άλλος το γεμίζει, άλλος το αδειάζει, άλλος του ρίχνει πράματα ως τη μέση, άλλος πότε του βάζει κάτι και το βγάζει ύστερα, άλλος του δίνει μια κλωτσιά και πάει πέρα, άλλος το κρατά σφιχτά στο χέρι και με τα χρόνια, του βρίσκει ένα καρφί ψηλά και το κρεμάει. Να το βλέπει, να το χαίρεται, να του ρίχνει μέσα και τα χαρτομάντηλα που του σφούγγιξαν τα δάκρυα.
Το καλάθι του Γκάλη ήταν προδιαγεγραμμένο να γεμίσει ως απάνω. Εργατικός, πειθαρχημένος, με πάθος, με ταλέντο, με συνέπεια, με στόχο που δεν χανόταν εύκολα απ’ το βλέμμα του, ακριβώς όπως δεν χάνονταν εύκολα οι πόντοι του. Θα ήταν αδύνατον να μην γεμίζει μέρα με τη μέρα το καλάθι του. Με παιχνίδια, με νίκες, με ήττες, με αγώνες, με αγώνα, με τραυματισμούς, με επουλώσεις, με πάσες, με άλματα, με τζαμπ σουτς, με σκαλιά, πλατύσκαλα, κορυφές, κορυφώσεις, κορυφαίες στιγμές. Η κορυφαία στιγμή του Γκάλη μοιάζει στα μάτια μου να είναι εκείνη η στιγμή της απόρριψης. Εκείνη η στιγμή που η φιλοδοξία του να πάει στο ΝΒΑ χτυπάει στο ταμπλό και σκάει έξω. Άουτ καθαρό που τον έβγαζε από εκείνο το γήπεδο και τον έβαζε ευθύς σε πιο ενδιαφέρον παιχνίδι.
Είναι σίγουρο πως η ζωή καθορίζεται από τα «όχι», αλλά ειδικά εκείνο το «όχι», ήταν πράγματι καθοριστικό. Αν ο Γκάλης είχε πάει στο ΝΒΑ θα ξεχώριζε, θα πετύχαινε, θα έφτανε ψηλά, αλλά πόσο; Ξεκινώντας από 1 μέτρο και 83 εκατοστά, πόσο άραγε θα μπορούσε να ανέβει; Θα μπορούσε να φτάσει ως τον ουρανό κι αν ναι, ο ουρανός αυτός, θα είχε το γαλάζιο χρώμα που έχει κι ο δικός μας, ελληνικός ουρανός;
Το «όχι» του ΝΒΑ σηματοδότησε ένα «ναι» σε ένα ταξίδι που πήγε τον Γκάλη σε ανώτερο επίπεδο. Όχι ντε και καλά μπασκετικά. Ανθρώπινα. Στο ΝΒΑ θα γινόταν πετυχημένος, αν και πετυχημένος θα γινόταν οπουδήποτε, γιατί ήταν το σκαρί του τέτοιο. Στην Ελλάδα όμως, έγινε κάτι παραπάνω. Κάτι περισσότερο. Δεν χειροκροτήθηκε απλώς, αγαπήθηκε. Δεν γοήτευσε μόνο, συγκίνησε. Δεν έγινε είδωλο, έγινε ήρωας, χωρίς να χύσει αίμα. Ιδρώτα μονάχα.
Εμείς που το 1987 ήμασταν παιδιά, σταθήκαμε τυχερά γιατί το νιώσαμε. Μπορεί να μην γνωρίζαμε να το εξηγήσουμε με ενήλικες λεπτομέρειες, μα το αισθανθήκαμε κι αυτό είναι πιο σημαντικό και σίγουρα πιο έγκυρο. Ο Γκάλης μπορεί να μην συνήθιζε να καρφώνει, αλλά σε μια νύχτα είχε καρφώσει καλάθια, με έναν τρόπο μαγικό, σε κάθε τοίχο, κάθε ελληνικής γειτονιάς. Ο Γκάλης μπορεί να ήταν τύπος κλειστός, μα άνοιγε δρόμο για μια ολόκληρη Χώρα, φτιάχνοντας νέες εθνικές οδούς που οδηγούσαν σε μέρη με μπόλικο φως, οδηγούσαν μπροστά, οδηγούσαν ψηλά, αφού στο κάτω κάτω, για μπάσκετ μιλάμε. Τα βλέπεις που στέκουν του παιχνιδιού τα καλάθια; Είναι λίγο πιο κάτω από εκεί που κυματίζει η φανέλα με το νούμερο 4.