ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ #1
- ΛΙΝΑ ΠΑΝΤΑΛΕΩΝ
- ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ
Η επιλογή των λέξεων, η τοποθέτησή τους μέσα στη φράση, ο ρυθμός της αφήγησης, η έντασή της, οι επιβραδύνσεις και οι επιταχύνσεις της, οι εναλλαγές της θερμοκρασίας της, οι παύσεις και οι φλυαρίες, όλα συστατικά στοιχεία της γραφής, οι επιμέρους παράγοντες της ρευστής τεχνικής της από τους οποίους κρίνεται τελικά αυτό που διατυπώνεται με την οργάνωσή τους. Το πρώτο βιβλίο της Κωνσταντίνας Τασσοπούλου (γεν. 1977) απαρτίζεται από λέξεις που ισορροπούν στο χείλος ενός γκρεμού χωρίς, όμως, να τσακίζονται στα βάθη του. Ο γκρεμός αυτός που τόσες αφηγήσεις έχει κατασπαράξει, δεν είναι άλλος από τον μελοδραματισμό. Η Τασσοπούλου, παρά τη συγγραφική της απειρία, κατόρθωσε να αποσοβήσει τον καταποντισμό του μυθιστορήματός της μέσα σε μελοδραματικές οιμωγές, αν και οι αφηγηματικές της επιλογές υπήρξαν συχνά ριψοκίνδυνες. Η απειλή της θεματολογίας της, ατομικά δράματα πίσω από τις κλειστές πόρτες διαμερισμάτων μιας αθηναϊκής πολυκατοικίας, βρίσκει εμπόδιο στην ευελιξία της γραφής, στην αδιάκοπη παλινδρόμησή της ανάμεσα στο μελόδραμα και τη διακωμώδησή του, ανάμεσα στην απόγνωση και τη γελοιότητα, το κλάμα και το γέλιο. Εν ολίγοις, παρά την πρόδηλη επεξεργασία της, η αφήγηση εκδιπλώνεται με φαινομενική απλότητα και παραπλανητική αυθορμησία, χωρίς να φοβάται τις συναισθηματικές αντινομίες, τις εξάρσεις και τις υφέσεις, τις ρυθμικές μετακινήσεις από αντάτζιο σε αλέγκρο και από αντάντε σε πρέστο. Το ίδιο μάλλον θα παρατηρούσαν και οι δύο μουσικόφιλες που εγκατοικούν στην πολυκατοικία, συμβιώνοντας με φάλτσα, παραφωνίες και θαμμένες παρτιτούρες.
Απαρηγόρητοι ένοικοι
Η συγγραφέας μεταφέρει σε τριτοπρόσωπο λόγο τη φωνή εννέα ενοίκων που συνυπάρχουν, απομονωμένοι στα διαμερίσματά τους, κάτω από την ίδια στέγη. Πρόσωπα θλιμμένα που μέσα στα σιωπηλά τους σπίτια αντηχούν αποτυχίες, σφάλματα, απώλειες, ματαιώσεις, φόβοι και τύψεις για χρέη ανεξόφλητα στα οποία προστίθεται η αναγραφόμενη οφειλή στο χαρτί των κοινοχρήστων που εισδύει από τη χαραμάδα της πόρτας, παραβιάζοντας για λίγα δευτερόλεπτα την ιδιωτικότητά τους. Αντίβαρο στη δυσανασχέτηση για το επικείμενο έξοδο, η προσμονή της συνάντησης με έναν άλλο άνθρωπο, τον διαχειριστή, έστω για τόσο μόνο όσο απαιτεί η τυπικότητα της συναλλαγής. Μια χειρονομία συμπάθειας, μια λέξη χαμογελαστή, ένα καλόκαρδο καλωσόρισμα ή κατευόδιο, η υπόνοια μιας οικειότητας, μπορούν να ξεγελάσουν φευγαλέα τη μοναξιά. Οι ένοικοι του μυθιστορήματος εκτιμούν πολύ τέτοια παρήγορα ξεγελάσματα. Ας μισανοίξουμε μερικές πόρτες. Ενα μικρό κορίτσι στο διαμέρισμα του πατέρα της, ένα διαμέρισμα που βλέπει μόνο Σάββατο και μόνο για οχτώ ώρες, σύμφωνα με τους όρους του διαζυγίου, αναλογίζεται όλα εκείνα τα ακατανόητα πράγματα που συγκροτούν τον κόσμο του, καταλήγοντας σε δυσανάλογα για την ηλικία του συμπεράσματα, ενδεικτικά μιας βίαιης ωρίμανσης. «Αν, τελικά, είναι λάθος που τα λέει πράγματα, σίγουρα είναι σωστό που τα λέει ανεξήγητα». Σε άλλο όροφο, ένας πενηντάρης πολεμά ματαίως τις ξασπρισμένες, παλιές ημέρες του, τη νεκρική λευκότητα μέσα στην οποία αφανίζεται αργόσυρτα η ζωή του, το προδιαγεγραμμένο, με άλλα λόγια, άδειασμά του από ζωή. Σπαρακτικές και οι ημέρες της κωφάλαλης γυναίκας που πενθεί τον σύντροφό της, ακινητοποιημένη στη στιγμή του θανάτου του. Ενα άγγιγμα του διαχειριστή, μεστό τρυφερότητας, της θυμίζει την ειλικρίνεια των κινήσεων, τον εκφραστικό πλούτο και την εξομολογητική αμεσότητα των χεριών, την ανικανότητά τους να προδίδουν. Η παροπλισμένη της ακοή, προνόμιο και όχι αναπηρία, στο βαθμό που της απομένουν τέσσερις μόνο αισθήσεις να καταστείλει προκειμένου να μην έχει συνείδηση της αφόρητης απουσίας. Το πένθος σβήνει από τη γεύση με νερό και χάπια, από την όσφρηση με το άρωμα του απόντος που μουσκεύει τα σεντόνια, από την αφή με ένα χαρτί όπου λιώνει από τις ακατάπαυστες ψηλαφήσεις μια δική του φράση, από την όραση με απόλυτο σκοτάδι. Και ευτυχώς που η ηρωίδα δεν ακούει, γιατί δεν θα άντεχε να αγωνιά μέσα στην κατασκότεινη ερημιά της μήπως ακούσει δίπλα της την ανάσα του ομόκλινου κάποτε νεκρού. Ευτυχώς, επίσης, που ένας άλλος ένοικος δεν ξέρει διαίρεση και δεν μαθαίνει ποτέ «σε πόσα χρόνια πέφτει μια ευχαρίστηση», δεν μαθαίνει ποτέ πως τα ογδόντα χρόνια της ζωής του διαιρούνται με το τέσσερα (αριθμός δηλωτικός των στιγμών ευτυχίας) δίνοντας ένα αδυσώπητο πηλίκο.
Μέσα σε ένα άλλο διαμέρισμα ένας άνδρας νομίζει πως τα ανεξάλειπτα σημάδια του προσώπου του θα ξεβάψουν με δάκρυα, αφήνοντας πίσω τους ένα πρόσωπο αλέκιαστο από τα μάτια και τα στόματα των άλλων. Ανυπάκουο και το πρόσωπο της θρησκομανούς γεροντοκόρης, μαρτυρά με τις ανεξέλεγκτες, σπασμωδικές του συσπάσεις την υποδόρια θαμμένη απελπισία που ανασαίνει επίμονα κάτω από το δέρμα. Μια πιστή που έχασε ανέκκλητα την πίστη της στους επίγειους παραδείσους όταν αναγκάστηκε να ενταφιάσει νότες και έρωτες, για να επιδοθεί έκτοτε στην αυστηρή περιφρούρηση του εαυτού έτσι ώστε να περιορίζει «τη χασούρα της ζωής». Ωστόσο, πίσω από αυτούς τους ασυντόνιστους θρήνους και τους ξεκούρδιστους βίους, μια μελωδία διστακτική, σχεδόν άηχη, παλεύει να σχηματιστεί. Η μελωδία έρχεται από το ισόγειο.
Διαχείριση λαγνείας
Στο ισόγειο, σε μια γκαρσονιέρα τριάντα τριών τετραγωνικών, όσα και τα χρόνια του, ο διαχειριστής αγωνίζεται να διαχειριστεί τη χειμαρρώδη σχέση του, μετά αμφίπλευρης δυσκολίας πλατωνική, με μια νεαρή γυναίκα. Στο τέλος κάθε ιστορίας επιτάσσεται μια δική τους συνομιλία (άλλοτε τηλεφωνική, άλλοτε μέσω Διαδικτύου ή μηνυμάτων στο κινητό, σπανιότερα διά ζώσης) η τελευταία φράση της οποίας γίνεται η αρχή του επόμενου κεφαλαίου, η αρχή της ζωής ενός άλλου ενοίκου. Κοινόχρηστες λέξεις που μπλέκουν αξεχώριστα τη μοναξιά με την αρτιγενή συντροφικότητα. Οι συνομιλίες μεταξύ του άνδρα και της γυναίκας είναι κατάφορτες με γελοίους ακκισμούς, γλυκερά ευφυολογήματα και λεκτικά νάζια, συντείνοντας έκδηλα σε μια αμοιβαία, αλλά διαρκώς ανεσταλμένη και γι’ αυτό ακριβώς παρατεινόμενη ερωτοτροπία, σε ένα κάλεσμα πεισματικά άρρητο. Το ότι αυτές οι ερωτικές, τρόπον τινά, λογομαχίες δεν βουλιάζουν στη φαιδρότητα οφείλεται στους διακριτούς νυγμούς όσων παρασιωπούνται. Με αστεία στιχάκια και παιγνιώδεις ρίμες οι ερωτόπληκτοι στιχοπλόκοι διακωμωδούν τα καθημερινά και ακίνδυνα για να υπαινιχθούν τα σημαντικά. Σημαντικά όπως η αμφιταλάντευσή τους ως προς την έλξη που νιώθει ο ένας για τον άλλο, ο δισταγμός να την αποδεχθούν, ο φόβος να τη διεκδικήσουν, η αμηχανία του πλησιάσματος, η ανησυχία για το «μετά». Βέβαια, η σπουδαιότητα όλων των παραπάνω υπονομεύεται ανεπανόρθωτα με την παράφορη συνάντηση των δύο σωμάτων· συνάντηση που αποδίδεται εξαίσια με νωχελικές, βραδυφλεγείς περιγραφές. Ωστόσο, παρά τη σιγουριά της σάρκας, η σχέση παραμένει σε εκκρεμότητα, αν και ενδέχεται οι τίτλοι των δύο τελευταίων κεφαλαίων («Μαζί», «Ξανά»), συνδυασμένοι, να υποδηλώνουν μια ευοίωνη προφητεία.
Η Κωνσταντίνα Τασσοπούλου έγραψε ένα μελόδραμα χωρίς μελοδραματισμούς, έγραψε για δράματα αποδραματοποιώντας τα, έγραψε για πένθη μειδιώντας, για έρωτες γελώντας, για φοβίες συμπάσχοντας, για κοινοτοπίες άφοβα. Τελικά, έγραψε ένα μυθιστόρημα που οι δυνάμει κίνδυνοί του γίνονται οι αρετές του.